Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀναμολεῖν: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναμολεῖν:''' απαρ. του ἀν-[[έμολον]], αόρ. βʹ του [[ἀναβλώσκω]], [[διέρχομαι]], [[διαπερνώ]], με αιτ., σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀναμολεῖν:''' απαρ. του ἀν-[[έμολον]], αόρ. βʹ του [[ἀναβλώσκω]], [[διέρχομαι]], [[διαπερνώ]], με αιτ., σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναμολεῖν:''' (inf. aor. 2) пройти, пронестись: ἀνὰ δὲ [[κέλαδος]] ἔμολε πόλιν Eur. клич пронесся по городу.
}}
}}

Revision as of 13:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναμολεῖν Medium diacritics: ἀναμολεῖν Low diacritics: αναμολείν Capitals: ΑΝΑΜΟΛΕΙΝ
Transliteration A: anamoleîn Transliteration B: anamolein Transliteration C: anamolein Beta Code: a)namolei=n

English (LSJ)

ἀνέμολον, aor. 2 with no pres. in use (cf. βλώσκω),

   A go through, ἀνὰ δὲ κέλαδος ἔμολε πόλιν E.Hec.928.

German (Pape)

[Seite 198] in tmesi, ἀνὰ δὲ κέλαδος ἔμολε πὁλιν Eur. Hec. 928, hindurchgehen, sich überall hin verbreiten.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναμολεῖν: ἀνέμολον, ἀόρ. β΄ ἄνευ ἐνεστῶτος ἐν χρήσει (πρβλ. βλώσκω), διέρχομαι, (ἐν τμήσει) ἀνὰ δὲ κέλαδος ἔμολε πόλιν Εὐρ. Ἑκ. 928.

Spanish (DGE)

v. ἀναβλώσκω.

Greek Monotonic

ἀναμολεῖν: απαρ. του ἀν-έμολον, αόρ. βʹ του ἀναβλώσκω, διέρχομαι, διαπερνώ, με αιτ., σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναμολεῖν: (inf. aor. 2) пройти, пронестись: ἀνὰ δὲ κέλαδος ἔμολε πόλιν Eur. клич пронесся по городу.