ἀνδρείκελον: Difference between revisions
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
(2) |
(1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνδρείκελον:''' τό ([[ἀνήρ]], [[εἴκελος]]),<br /><b class="num">I.</b> [[εικόνα]] ανδρός, [[ομοίωμα]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[χρωστική]] [[ουσία]] στο [[χρώμα]] του δέρματος, στον ίδ. | |lsmtext='''ἀνδρείκελον:''' τό ([[ἀνήρ]], [[εἴκελος]]),<br /><b class="num">I.</b> [[εικόνα]] ανδρός, [[ομοίωμα]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[χρωστική]] [[ουσία]] στο [[χρώμα]] του δέρματος, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνδρείκελον:''' τό (sc. [[χρῶμα]]) телесный цвет Xen., Plat., Arst., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:20, 31 December 2018
English (LSJ)
τό,
A image of a man, App.BC2.147, APl.4.221 (Theaet.). II flesh-coloured pigment, Pl.R.501b, Cra.424e, X.Oec.10.5, Arist.GA725a26, Thphr.Lap.51.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδρείκελον: τὸ, εἰκών, ὁμοίωμα ἀνδρός, Πλάτ. Πολ. 501 Β (ἐκτὸς ἂν ἐνταῦθα κεῖται τῆς ΙΙ. σημασ.), Ἀππ. Ἐμφ. 2. 147, Ἀνθ. Πλαν. 221. ΙΙ. εἶδος ψιμυθίου χρῶμα σαρκὸς ἔχοντος, ὥσπερ οἱ ζωγράφοι ... οἷον ὅταν ἀνδρείκελον σκευάζωσιν Πλάτ. Κρατ. 424 Ε, καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑπαλειφόμενος ἀνδρεικέλῳ Ξεν. Οἰκ. 10. 5, Ἀριστ. π. Γεν. Ζ. 1. 18, 47, Θεοφρ. Λιθ. 51: πρβλ. Ρουγκ. Τίμ.
Greek Monotonic
ἀνδρείκελον: τό (ἀνήρ, εἴκελος),
I. εικόνα ανδρός, ομοίωμα, σε Πλάτ.
II. χρωστική ουσία στο χρώμα του δέρματος, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνδρείκελον: τό (sc. χρῶμα) телесный цвет Xen., Plat., Arst., Plut.