ἀναφανδά: Difference between revisions

From LSJ

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναφανδά:''' επίρρ. (<i>ἀναφαίνομαι</i>), ορατά, [[φανερά]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἀναφανδά:''' επίρρ. (<i>ἀναφαίνομαι</i>), ορατά, [[φανερά]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνᾰφανδά:''' adv. Hom. = [[ἀναφανδόν]].
}}
}}

Revision as of 16:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναφανδά Medium diacritics: ἀναφανδά Low diacritics: αναφανδά Capitals: ΑΝΑΦΑΝΔΑ
Transliteration A: anaphandá Transliteration B: anaphanda Transliteration C: anafanda Beta Code: a)nafanda/

English (LSJ)

Adv.

   A visibly, openly, before the eyes of all, opp. κρύβδην, Od.3.221, 11.455: as neut. Adj., A.R.4.84.

German (Pape)

[Seite 213] (ἀναφαίνω), sichtbar, vor aller Augen, Ggstz κρύβδην, Od. 11, 455; 3, 221. 222.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναφανδά: ἐπίρρ. (ἀναφαίνω) φανερῶς, ἐνώπιον πάντων, ἀναφανδόν, ἀντιθέτως πρὸς τὸ κρύβδην, οὐ γάρ πω ἴδον ὧδε θεοὺς ἀναφανδὰ φιλεῦντας Ὀδ. Γ. 221· κρύβδην, μηδ’ ἀναφανδὰ Λ. 455· παρ’ Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 84. καὶ ὡς οὐδ. ἐπίθ. (ἴδε ἐν λέξει ἀμφαδά).

French (Bailly abrégé)

adv.
ouvertement.
Étymologie: ἀναφαίνω.

English (Autenrieth)

and ἀναφανδόν: openly, publicly, ‘regularly.’

Spanish (DGE)

• Prosodia: [-ᾰ]
abiertamente, a la vista οὐ γάρ πω ἴδον ὧδε θεοὺς ἀναφανδὰ φιλεῦντας Od.3.221, κείνῳ ἀ. παρίστατο Παλλὰς Ἀθήνη Od.3.222, ἀναφανδὰ τέτυκται πάντα A.R.4.84, cf. PHamb.124.4 (III/II a.C.), Sch.D.T.281.1.

Greek Monotonic

ἀναφανδά: επίρρ. (ἀναφαίνομαι), ορατά, φανερά, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνᾰφανδά: adv. Hom. = ἀναφανδόν.