ἀποχρήματος: Difference between revisions
Μηκέθ᾽ ὅλως περὶ τοῦ οἷόν τινα εἶναι τὸν ἀγαθὸν ἄνδρα διαλέγεσθαι, ἀλλὰ εἶναι τοιοῦτον. → Waste no more time arguing what a good man should be. Be one.
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποχρήματος:''' -ον = [[ἀχρήματος]]· [[ζημία]] [[ἀποχρήματος]], [[ποινή]] που δεν είναι χρηματική, [[ποινή]] που εκτίεται με [[αίμα]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἀποχρήματος:''' -ον = [[ἀχρήματος]]· [[ζημία]] [[ἀποχρήματος]], [[ποινή]] που δεν είναι χρηματική, [[ποινή]] που εκτίεται με [[αίμα]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποχρήματος:''' разорительный, делающий нищим (ζημίαι Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ζημία ἀ. forfeiture
A of my inheritance, A.Ch.275.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποχρήματος: -ον, ὁ, ἀποχρημάτοισι ζημίαις ταυρούμενον, ὀργιζόμενον διὰ τὴν ἁρπαγὴν τῆς πατρικῆς περιουσίας, ἄλλοι ὑπολαμβάνουσι τὸ ἀποχρήματοι ζημίαι = ἀχρήματοι τιμωρίαι, δηλ. τιμωρίαι δι’ αἵματος, Αἰσχύλ. Χο. 275, πρβλ. καὶ 301.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
ruineux.
Étymologie: ἀπό, χρῆμα.
Spanish (DGE)
(ἀποχρήμᾰτος) -ον
consistente en dinero, pecuniario ζημία A.Ch.277.
Greek Monolingual
ἀποχρήματος, -ον (Α)
φρ. «ἀποχρήματος ζημία» — αποστέρηση των δικαιωμάτων πάνω στην πατρική περιουσία.
Greek Monotonic
ἀποχρήματος: -ον = ἀχρήματος· ζημία ἀποχρήματος, ποινή που δεν είναι χρηματική, ποινή που εκτίεται με αίμα, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποχρήματος: разорительный, делающий нищим (ζημίαι Aesch.).