ἀτεκνόω: Difference between revisions
ὅθεν λοιπὸν ἐπιτευκτικῶς καὶ ἐν τούτῳ ὁ µακάριος πράξας, ἔµεινεν ἀγαλλόµενος τῷ πνεύµατι· καὶ δοξάζων τὸν θεὸν ἐπὶ τῇ µεγαλειότητι αὐτοῦ, ἐν τῷ τόπῳ ἐκείνῳ ἀπελάσας καὶ τὰ ἀκάθαρτα πνεύµατα τὰ ἐκεῖσε ἐπὶ λύµῃ τῆς τῶν ἀνθρώπων σωτηρἰας → Thus, then, the blessed one achieved his aim here, too, and continuing to rejoice in the Spirit, and glorifying God for his greatness, he expelled from this place the impure spirits that lurked there so as to obstruct the salvation of human beings
(3) |
(1a) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀτεκνόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[καθιστώ]] κάποιον άτεκνο — Παθ., στερούμαι τα [[παιδιά]] μου, σε Ανθ. | |lsmtext='''ἀτεκνόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[καθιστώ]] κάποιον άτεκνο — Παθ., στερούμαι τα [[παιδιά]] μου, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<br />to make [[childless]]:— Pass. to be deprived of children, Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:05, 9 January 2019
English (LSJ)
A make childless:— Pass., of the earth, to be barren, LXX 4 Ki.2.19.
German (Pape)
[Seite 384] kinderlos machen, Anth. XIV, 40.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτεκνόω: καθιστῶ τινα ἄτεκνον, Εὐστ. Πονημάτ. 306. 55: - Παθ. στεροῦμαι τῶν τέκνων μου, Ἀνθ. Π. 14, 40 - ἐπὶ γῆς, εἶμαι ἄγονος, Ἑβδ. (Δ΄, Βασ. β΄, 19), ἔνθα διάφ. γρ. ἀτεκνουμένη, ἀλλὰ πρβλ. τὴν νέαν ἐκ τοῦ Ἑβρ. μετάφρ. τῆς Βιβλ. Ἑταιρείας. ― Οὐσιαστ., ἀτέκνωσις, ἡ, στείρωσις, Βασιλ. τ. 2. σ. 121Α.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
rendre stérile.
Étymologie: ἄτεκνος.
Spanish (DGE)
1 tr. privar de hijos, de descendencia πάτρα γάρ μ' ἀτέκνωσε IMEG 13.11, Αἴγυπτον ἠτέκνωσας Melit.Pasch.231, cf. 17, en v. pas., LXX Ge.27.45, Os.9.12, Melit.Pasch.92
•fig. τὴν ἀδικίαν ἀτεκνώσας Melit.Pasch.487
•abs. esterilizar la tierra τὰ Ἰεριχούντια ῥεύματα ἀτεκνοῦντα Isid.Pel.Ep.M.78.189B, τῆς ἀτεκνούσης πηγῆς Const.App.7.37.3.
2 intr. ser estéril de ovejas, LXX Ca.4.2.
Greek Monotonic
ἀτεκνόω: μέλ. -ώσω, καθιστώ κάποιον άτεκνο — Παθ., στερούμαι τα παιδιά μου, σε Ανθ.
Middle Liddell
to make childless:— Pass. to be deprived of children, Anth.