γαμήλευμα: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γαμήλευμα:''' -ατος, τό ([[γαμέω]]) = [[γάμος]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''γαμήλευμα:''' -ατος, τό ([[γαμέω]]) = [[γάμος]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γᾰμήλευμα:''' ατος τό Aesch. = [[γάμος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:04, 31 December 2018
English (LSJ)
τό,
A = γάμος, A.Ch.624 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 472] τό, Ehe, Aesch. Ch. 616.
Greek (Liddell-Scott)
γαμήλευμα: τό, = γάμος, Αἰσχύλ. Χο. 624.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
c. γάμος.
Étymologie: γαμήλιος.
Spanish (DGE)
(γᾰμήλευμα) -ματος, τό
bodorrio despect. por esposa de Clitemestra δυσφιλὲς γ. A.Ch.624.
Greek Monolingual
γαμήλευμα, το (Α)
γάμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. γαμήλιος.
Greek Monotonic
γαμήλευμα: -ατος, τό (γαμέω) = γάμος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
γᾰμήλευμα: ατος τό Aesch. = γάμος.