ζωθάλμιος: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(4)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ζωθάλμιος:''' -ον ([[ζωή]], [[θάλλω]]), αυτός που παρέχει την [[ακμή]] και τη [[λαμπρότητα]] της ζωής, σε Πίνδ.
|lsmtext='''ζωθάλμιος:''' -ον ([[ζωή]], [[θάλλω]]), αυτός που παρέχει την [[ακμή]] και τη [[λαμπρότητα]] της ζωής, σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ζωθάλμιος:''' дающий жизнь, животворящий ([[χάρις]] Pind.).
}}
}}

Revision as of 06:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζωθάλμιος Medium diacritics: ζωθάλμιος Low diacritics: ζωθάλμιος Capitals: ΖΩΘΑΛΜΙΟΣ
Transliteration A: zōthálmios Transliteration B: zōthalmios Transliteration C: zothalmios Beta Code: zwqa/lmios

English (LSJ)

ον, (ζωή, θάλλω)

   A giving the bloom and freshness of life, Pi.O.7.11.

German (Pape)

[Seite 1142] χάρις, Pind. Ol. 7, 11, nach Eust. καθ' ἣν ζῶν τις θάλλει, lebenskräftig, blühend, vgl. βιοθάλμιος.

Greek (Liddell-Scott)

ζωθάλμιος: -ον, (ζωή, θάλλω) ὁ παρέχων τὴν ἀκμὴν καὶ λαμπρότητα τῆς ζωῆς, Πίνδ. Ο. 7. 20˙ πρβλ. βιοθάλμιος, πολυθάλμιος, φυτάλμιος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fait vivre et fleurir, vivifiant.
Étymologie: ζάω, θάλλω.

English (Slater)

ζωθάλμιος, -ον
   1 giving life its bloom Χάρις ζωθάλμιος (O. 7.11)

Greek Monolingual

ζωθάλμιος, -ον (Α)
αυτός που παρέχει τη θολερότητα, την ακμή, τη λαμπρότητα της ζωής («ἄλλοτε δ' ἄλλον ἐποπτεύει χάρις ζωθάλμιος ἁδυμελεῑ», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι) + -θαλμιος (< θαλμός < θάλλω), πρβλ. βιο-θάλμιος, πολυ-θάλμιος].

Greek Monotonic

ζωθάλμιος: -ον (ζωή, θάλλω), αυτός που παρέχει την ακμή και τη λαμπρότητα της ζωής, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ζωθάλμιος: дающий жизнь, животворящий (χάρις Pind.).