ἐαροτρεφής: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source
(4)
(1ab)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐαροτρεφής:''' -ές ([[τρέφω]]), αυτός που ευδοκιμεί την [[άνοιξη]], σε Μόσχ.
|lsmtext='''ἐαροτρεφής:''' -ές ([[τρέφω]]), αυτός που ευδοκιμεί την [[άνοιξη]], σε Μόσχ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐαρο-τρεφής, ές [[τρέφω]]<br />[[flourishing]] in [[spring]], Mosch.
}}
}}

Revision as of 13:45, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐᾰροτρεφής Medium diacritics: ἐαροτρεφής Low diacritics: εαροτρεφής Capitals: ΕΑΡΟΤΡΕΦΗΣ
Transliteration A: earotrephḗs Transliteration B: earotrephēs Transliteration C: earotrefis Beta Code: e)arotrefh/s

English (LSJ)

ές,

   A flourishing in spring, λειμῶνες Mosch.2.67.

German (Pape)

[Seite 698] ές, vom Frühling genährt, gezogen; λειμῶνες Mosch. 2, 67; μῆλον Orph. Lith. 610.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
nourri par le printemps, printanier.
Étymologie: ἔαρ, τρέφω.

Spanish (DGE)

(ἐᾰροτρεφής) -ές

• Morfología: [sg. gen. ἐαροτρεφέος Orph.L.616; plu. gen. ἐαροτρεφέων Mosch.2.67]
nutrido por la primavera λειμῶνες Mosch.l.c., de una manzana, Orph.l.c.

Greek Monotonic

ἐαροτρεφής: -ές (τρέφω), αυτός που ευδοκιμεί την άνοιξη, σε Μόσχ.

Middle Liddell

ἐαρο-τρεφής, ές τρέφω
flourishing in spring, Mosch.