περιρρομβέω: Difference between revisions
From LSJ
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
(6) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περιρρομβέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, κάνω [[κάτι]] να περιστρέφεται [[ολόγυρα]], όπως η [[σβούρα]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''περιρρομβέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, κάνω [[κάτι]] να περιστρέφεται [[ολόγυρα]], όπως η [[σβούρα]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περιρρομβέω:''' кружить волчком (τὴν ἑτέραν τῶν ναυαρχίδων Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 02:04, 1 January 2019
English (LSJ)
A cause to spin round like a top, Plu.Ant.67, Tz. ad Lyc. 310.
Greek (Liddell-Scott)
περιρρομβέω: κάμνω τι νὰ περιστρέφηται ὡς ῥόμβος, Πλουτ. Ἀντών. 67, Τζέτζ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
faire tournoyer.
Étymologie: περί, ῥομβέω.
Greek Monotonic
περιρρομβέω: μέλ. -ήσω, κάνω κάτι να περιστρέφεται ολόγυρα, όπως η σβούρα, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
περιρρομβέω: кружить волчком (τὴν ἑτέραν τῶν ναυαρχίδων Plut.).