περιρρομβέω: Difference between revisions

From LSJ

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385
(6)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιρρομβέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, κάνω [[κάτι]] να περιστρέφεται [[ολόγυρα]], όπως η [[σβούρα]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''περιρρομβέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, κάνω [[κάτι]] να περιστρέφεται [[ολόγυρα]], όπως η [[σβούρα]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''περιρρομβέω:''' кружить волчком (τὴν ἑτέραν τῶν ναυαρχίδων Plut.).
}}
}}

Revision as of 02:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιρρομβέω Medium diacritics: περιρρομβέω Low diacritics: περιρρομβέω Capitals: ΠΕΡΙΡΡΟΜΒΕΩ
Transliteration A: perirrombéō Transliteration B: perirrombeō Transliteration C: perirromveo Beta Code: perirrombe/w

English (LSJ)

   A cause to spin round like a top, Plu.Ant.67, Tz. ad Lyc. 310.

Greek (Liddell-Scott)

περιρρομβέω: κάμνω τι νὰ περιστρέφηται ὡς ῥόμβος, Πλουτ. Ἀντών. 67, Τζέτζ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
faire tournoyer.
Étymologie: περί, ῥομβέω.

Greek Monotonic

περιρρομβέω: μέλ. -ήσω, κάνω κάτι να περιστρέφεται ολόγυρα, όπως η σβούρα, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

περιρρομβέω: кружить волчком (τὴν ἑτέραν τῶν ναυαρχίδων Plut.).