σανίδιον: Difference between revisions
Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σᾰνίδιον:''' τό, υποκορ. του [[σανίς]],<br /><b class="num">I.</b> μικρό επεξεργασμένο [[κομμάτι]] ξύλου, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> όπως το [[πινάκιον]], μικρή ξύλινη [[πινακίδα]], σε Αισχίν. | |lsmtext='''σᾰνίδιον:''' τό, υποκορ. του [[σανίς]],<br /><b class="num">I.</b> μικρό επεξεργασμένο [[κομμάτι]] ξύλου, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> όπως το [[πινάκιον]], μικρή ξύλινη [[πινακίδα]], σε Αισχίν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σᾰνίδιον:''' (ῐδ) τό [[σανίς]]<br /><b class="num">1)</b> дощечка Arph., Men.;<br /><b class="num">2)</b> доска для записей, таблица Lys., Aeschin. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:24, 1 January 2019
English (LSJ)
[ῐδ], τό, Dim. of σανίς,
A small board or plank, Ar.Pax202, Hippias (?) in PHib.1.13.30, Men.202, Str.17.1.50. II tablet, public register, ἐκ σανιδίου Lys.16.6, cf. Aeschin.3.200,201, IG12.313.161, 22.1237.124. III small splint, Heliod. ap. Orib.44.23.74, Gal.18(2).888; foot-prop, Id.10.444.
German (Pape)
[Seite 861] τό dim. von σανίς, Ar. Pax. 202, wo neben einander χυτρίδια καὶ σανίδια κἀμφορείδια genannt sind, also etwa Tellerchen; aber Lys. 16, 6, ἐκ σανιδίου τοὺς ἱππεύσαντας σκοπεῖν, ist, wie σανίς d, eine Tafel, ein Verzeichniß, vgl. Aesch. 3, 201.
Greek (Liddell-Scott)
σᾰνίδιον: τό, ὑποκοριστ. τοῦ σανίς, μικρὸς δίσκος, χυτρίδια καὶ σανίδια κἀμφορείδια Ἀριστοφ. Εἰρήν. 202, Μένανδρος ἐν «Ἡνιόχῳ» 2. ΙΙ. ὡς τὸ πινάκιον, πίναξ, πινακὶς πρὸς γραφήν, ἐκ σανιδίου Λυσίας 146, 6, πρβλ. Αἰσχίν. 82. 29.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 petite planche;
2 particul. tablette pour afficher les lois, décrets ou arrêts.
Étymologie: σανίς.
Greek Monolingual
το, ΜΑ, και σανίδιν Μ
βλ. σανίδι.
Greek Monotonic
σᾰνίδιον: τό, υποκορ. του σανίς,
I. μικρό επεξεργασμένο κομμάτι ξύλου, σε Αριστοφ.
II. όπως το πινάκιον, μικρή ξύλινη πινακίδα, σε Αισχίν.
Russian (Dvoretsky)
σᾰνίδιον: (ῐδ) τό σανίς
1) дощечка Arph., Men.;
2) доска для записей, таблица Lys., Aeschin.