ὠρυθμός: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὠρυθμός:''' ὁ, ουρλιαχτό, [[μουγκρητό]], [[βρυχηθμός]] (λέγεται για [[λιοντάρι]]), σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ὠρυθμός:''' ὁ, ουρλιαχτό, [[μουγκρητό]], [[βρυχηθμός]] (λέγεται για [[λιοντάρι]]), σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὠρυθμός:''' ὁ Theocr. = [[ὠρυγή]].
}}
}}

Revision as of 06:32, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠρυθμός Medium diacritics: ὠρυθμός Low diacritics: ωρυθμός Capitals: ΩΡΥΘΜΟΣ
Transliteration A: ōrythmós Transliteration B: ōrythmos Transliteration C: orythmos Beta Code: w)ruqmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A a howling, of dogs, ὠρυθμοῖς ὑλάει Opp.C.4.219 (but distd. fr. ὑλακή 'barking' by Q.S.14.287); of a lion, roaring, Theoc. 25.217 (v.l. ὠρυγμοῖ)

Greek (Liddell-Scott)

ὠρυθμός: ὁ, ὠρυγμός, ὠρυγή, «οὔρλιασμα», ὠρυθμοῖς ὑλάει Ὀππ. Κυνηγ. 4. 219· ἐπὶ λέοντος, βρυχηθμός, Θεόκρ. 25. 217.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 hurlement (de chien);
2 rugissement (de lion).
Étymologie: ὠρύω.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. ὠρυγμός, ωρυγή
2. (για λιοντάρι) βρυχηθμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠρύομαι + επίθημα -θμός (πρβλ. βρυχη-θμός)].

Greek Monotonic

ὠρυθμός: ὁ, ουρλιαχτό, μουγκρητό, βρυχηθμός (λέγεται για λιοντάρι), σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ὠρυθμός: ὁ Theocr. = ὠρυγή.