κροκοβαφής: Difference between revisions
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
(5) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κροκοβᾰφής:''' -ές, = το προηγ.· μεταφ., ἐπὶ δὲ καρδίαν ἔδραμε κρ. [[σταγών]], στην [[καρδιά]] μου έσταξε η χλωμή, νοσηρή [[σταγόνα]] του αίματος (που προμηνύει θάνατο), σε Αισχύλ. | |lsmtext='''κροκοβᾰφής:''' -ές, = το προηγ.· μεταφ., ἐπὶ δὲ καρδίαν ἔδραμε κρ. [[σταγών]], στην [[καρδιά]] μου έσταξε η χλωμή, νοσηρή [[σταγόνα]] του αίματος (που προμηνύει θάνατο), σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κροκοβαφής -ές [κρόκος] saffraankleurig:. κ. σταγών saffraankleurige druppel Aeschl. Ag. 1121. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ές, = foreg., Sch.Pi.N.1.58: metaph., ἐπὶ δὲ καρδίαν ἔδραμε κ. σταγών the
A sallow, sickly blood-drop such as might be supposed to run to the heart of dying men, A.Ag.1121 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1511] ές, dasselbe; χλαμύς Philostr. p. 888. – Auch σταγών, Aesch. Ag. 1092, vom bleich gewordenen Blute der Furchterfüllten.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
teint avec du safran, de couleur jaune.
Étymologie: κρόκος, βάπτω.
Greek Monolingual
-ές (Α κροκοβαφής, -ές)
κροκόβαπτος
αρχ.
κιτρινωπός, ωχρός («ἐπὶ δὲ καρδίαν κροκοβαφὴς δράμε σταγών», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + βαφής < βάπτω (πρβλ. καρνο-βαφής, κοκκο-βαφής].
Greek Monotonic
κροκοβᾰφής: -ές, = το προηγ.· μεταφ., ἐπὶ δὲ καρδίαν ἔδραμε κρ. σταγών, στην καρδιά μου έσταξε η χλωμή, νοσηρή σταγόνα του αίματος (που προμηνύει θάνατο), σε Αισχύλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κροκοβαφής -ές [κρόκος] saffraankleurig:. κ. σταγών saffraankleurige druppel Aeschl. Ag. 1121.