στῆριγξ: Difference between revisions

From LSJ

ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person

Source
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στῆριγξ:''' -ιγγος, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[υποστήριγμα]], [[έρεισμα]], [[αντέρεισμα]], [[στύλος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[ξύλο]] με [[απόληξη]] δικράνας, στο οποίο στηριζόταν το επίμηκες [[ξύλο]] που εκτεινόταν από το [[μέσο]] του άξονα προς τα [[εμπρός]] στα δίτροχα άρματα, Λατ. [[furca]], σε Λυσ.
|lsmtext='''στῆριγξ:''' -ιγγος, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[υποστήριγμα]], [[έρεισμα]], [[αντέρεισμα]], [[στύλος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[ξύλο]] με [[απόληξη]] δικράνας, στο οποίο στηριζόταν το επίμηκες [[ξύλο]] που εκτεινόταν από το [[μέσο]] του άξονα προς τα [[εμπρός]] στα δίτροχα άρματα, Λατ. [[furca]], σε Λυσ.
}}
{{elru
|elrutext='''στῆριγξ:''' ιγγος ἡ<br /><b class="num">1)</b> опора, подпора, устой (στήριγγες τοῦ σώματος Xen.; αἱ στήριγγες τῶν πύργων Diod.);<br /><b class="num">2)</b> (лат. [[furca]]) подпорная вилка или козлы Plut.
}}
}}

Revision as of 03:56, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στῆριγξ Medium diacritics: στῆριγξ Low diacritics: στήριγξ Capitals: ΣΤΗΡΙΓΞ
Transliteration A: stē̂rinx Transliteration B: stērinx Transliteration C: stirigks Beta Code: sth=rigc

English (LSJ)

ιγγος, ἡ,

   A support, prop, stay, σ. τοῦ σώματος, of the κνήμη or large bone of the leg, X.Eq.1.5; αἱ σ. [τῶν πύργων] D.S. 18.70.    b = παρακερκίς 1, Poll.2.191 (pl.).    2 fork with which the shaft or pole of a two-wheeled chariot was propped, until the beasts were yoked to it, Lys.Fr.330 S., Plu.2.280f: acc. στήριγγᾰν Maiuri Nuova Silloge 48 (Rhodes).

German (Pape)

[Seite 942] ιγγος, ἡ, die Stütze; τῶν κνημῶν τὰ ὀστᾶ· ταῦτα γάρ ἐστι στήριγγες τοῦ σώματος, Xen. Equit. 1, 5; Poll. 1, 220. Bes. die Gabel, mit der man die Deichsel stützte, ehe das Zugvieh angespannt wurde, Plut. qu. Rom. 70.

Greek (Liddell-Scott)

στῆριγξ: -ιγγος, ἡ, ὑποστήριγμα, ἀντηρίς, στ. τοῦ σώματος, ἐπὶ τῆς κνήμης ἢ τοῦ μεγάλου ὀστοῦ τῆς κνήμης, Ξεν. Ἱππ. 1, 5· αἱ στ. τῶν πύργων Διόδ. 18. 70. 2) τὸ δικρανοειδὲς ξύλον, ἐφ’ οὗ στηρίζεται ὁ ῥυμὸς τοῦ διτρόχου δίφρου ἕως οὗ ζευχθῶσιν οἱ ἵπποι, Λατ. furca, Λυσ. παρὰ Πολυδ. Ι΄, 157, πρβλ. Πλούτ. 2. 280Ε, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ιγγος (ἡ) :
fourche pour soutenir le timon d’une voiture non attelée.
Étymologie: στηρίζω.

Greek Monotonic

στῆριγξ: -ιγγος, ἡ,
1. υποστήριγμα, έρεισμα, αντέρεισμα, στύλος, σε Ξεν.
2. ξύλο με απόληξη δικράνας, στο οποίο στηριζόταν το επίμηκες ξύλο που εκτεινόταν από το μέσο του άξονα προς τα εμπρός στα δίτροχα άρματα, Λατ. furca, σε Λυσ.

Russian (Dvoretsky)

στῆριγξ: ιγγος ἡ
1) опора, подпора, устой (στήριγγες τοῦ σώματος Xen.; αἱ στήριγγες τῶν πύργων Diod.);
2) (лат. furca) подпорная вилка или козлы Plut.