ἔποικτος: Difference between revisions
From LSJ
ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἔποικτος:''' -ον, [[αξιοθρήνητος]], [[θλιβερός]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἔποικτος:''' -ον, [[αξιοθρήνητος]], [[θλιβερός]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἔποικτος:''' Aesch. = [[ἐποίκτιστος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, =
A piteous, φόνυς ib.1614.
German (Pape)
[Seite 1007] beklagenswerth, φόνος Aesch. Ag. 1597.
Greek (Liddell-Scott)
ἔποικτος: -ον, ἀξιολύπητος Αἰσχύλ. Ἀγ. 1614.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. ἐποίκτιστος.
Greek Monolingual
ἔποικτος, -ον (Α) οίκτος
αξιολύπητος.
Greek Monotonic
ἔποικτος: -ον, αξιοθρήνητος, θλιβερός, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἔποικτος: Aesch. = ἐποίκτιστος.