τρίφυλος: Difference between revisions

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρίφῡλος:''' [ῐ], -ον ([[φυλή]]), αυτός που προέρχεται από [[τρεις]] φυλές, <i>τριφύλους ποιέειν</i>, να τους διαιρέσεις σε [[τρεις]] φυλές, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''τρίφῡλος:''' [ῐ], -ον ([[φυλή]]), αυτός που προέρχεται από [[τρεις]] φυλές, <i>τριφύλους ποιέειν</i>, να τους διαιρέσεις σε [[τρεις]] φυλές, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''τρίφῡλος:''' состоящий из трех фил: τριφύλους ποιέειν τινάς Her. делить кого-л. на три филы.
}}
}}

Revision as of 13:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίφῡλος Medium diacritics: τρίφυλος Low diacritics: τρίφυλος Capitals: ΤΡΙΦΥΛΟΣ
Transliteration A: tríphylos Transliteration B: triphylos Transliteration C: trifylos Beta Code: tri/fulos

English (LSJ)

[ῐ], ον,

   A of three tribes, πόλις D.H.4.14; τριφύλους ποιῆσαί τινας divide them into three tribes, Hdt.4.161.

German (Pape)

[Seite 1149] von drei Zünften, Stämmen, aus so vielen bestehend; τριφύλους ποιεῖν, in drei φυλαί theilen, Her. 4, 161; D. Hal. 4, 14.

Greek (Liddell-Scott)

τρίφῡλος: -ον, ὁ ἐκ τριῶν φυλῶν, πόλις Διον. Ἁλ. 4. 14· τριφύλους ποιέειν τινάς, διαιρεῖν αὐτοὺς εἰς τρεῖς φυλάς, Ἡρόδ. 4. 161.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se compose de trois tribus.
Étymologie: τρεῖς, φυλή.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αποτελείται από τρία φύλα, που έχει τρεις φυλές («πόλις τρίφυλος», Δίον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -φυλος (< φυλή), πρβλ. ἀλλό-φυλος].

Greek Monotonic

τρίφῡλος: [ῐ], -ον (φυλή), αυτός που προέρχεται από τρεις φυλές, τριφύλους ποιέειν, να τους διαιρέσεις σε τρεις φυλές, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

τρίφῡλος: состоящий из трех фил: τριφύλους ποιέειν τινάς Her. делить кого-л. на три филы.