συνθεωρέω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
(6)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνθεωρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[μετέχω]] ως <i>θεωρὸς</i> σε, θρησκευτική [[αποστολή]], [[πορεύομαι]] μαζί πηγαίνοντας σε [[γιορτή]] ή [[πανηγύρι]], σε Λυσ.· <i>τινί</i>, με κάποιον, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''συνθεωρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[μετέχω]] ως <i>θεωρὸς</i> σε, θρησκευτική [[αποστολή]], [[πορεύομαι]] μαζί πηγαίνοντας σε [[γιορτή]] ή [[πανηγύρι]], σε Λυσ.· <i>τινί</i>, με κάποιον, σε Αριστοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=συν-θεωρέω, Att. ook ξυνθεωρέω mede- theôros zijn, met dat. met iem.. ἀκόντων ὑμῶν Ἐλευσῖνάδε ξυνθεωρεῖν dat (ik) tegen jullie wil als theôros mee was naar Eleusis [Lys.] 8.5.
}}
}}

Revision as of 10:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνθεωρέω Medium diacritics: συνθεωρέω Low diacritics: συνθεωρέω Capitals: ΣΥΝΘΕΩΡΕΩ
Transliteration A: syntheōréō Transliteration B: syntheōreō Transliteration C: syntheoreo Beta Code: sunqewre/w

English (LSJ)

   A contemplate or observe at the same time, Arist.PA645a12, APr.67a37, Thphr.HP1.14.4, BGU1855.4 (i B.C.); take a comprehensive survey of, Epicur.Ep.2p.55U., Nat.11.10:—Pass., Phld. Po.Herc.994.38; συνθεωρεῖσθαι . . τὴν γῆν ἀσπορήσειν it was observed also that... PTeb.61 (b).33 (ii B.C.).    II act as θεωρός or go to a festival together, Ἐλευσῖνάδε Lys.8.5; τινι with one, Ar.V.1187; σ. καὶ συνευωχεῖσθαι Arist.EE1245b4.

Greek (Liddell-Scott)

συνθεωρέω: θεωρῶ, ἐπισκοπῶ ἢ παρατηρῶ συγχρόνως, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 5, 5, Ἀναλυτ. Πρ. 2. 21, 8. ΙΙ. ἐνεργῶ ὡς θεωρός, ἢ πορεύομαι εἰς ἑορτὴν ἢ πανήγυριν ὁμοῦ, Ἐλευσῑνάδε Λυσίας 112. 35· τινί, μετά τινος, Ἀριστοφ. Σφ. 1187· σ. καὶ συνευωχεῖσθαι Ἀριστ. Ἠθικ. Εὐδ. 7. 12, 24.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 contempler ensemble;
2 faire partie d’une députation de théores avec, τινι.
Étymologie: σύν, θεωρέω II.

Greek Monotonic

συνθεωρέω: μέλ. -ήσω, μετέχω ως θεωρὸς σε, θρησκευτική αποστολή, πορεύομαι μαζί πηγαίνοντας σε γιορτή ή πανηγύρι, σε Λυσ.· τινί, με κάποιον, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-θεωρέω, Att. ook ξυνθεωρέω mede- theôros zijn, met dat. met iem.. ἀκόντων ὑμῶν Ἐλευσῖνάδε ξυνθεωρεῖν dat (ik) tegen jullie wil als theôros mee was naar Eleusis [Lys.] 8.5.