χιλιαρχία: Difference between revisions
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χῑλιαρχία:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[αξίωμα]] του <i>χιλίαρχου</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> το [[αξίωμα]] των tribuni militares, στον ίδ. | |lsmtext='''χῑλιαρχία:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[αξίωμα]] του <i>χιλίαρχου</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> το [[αξίωμα]] των tribuni militares, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χῑλιαρχία:''' ἡ<b class="num">1)</b> хилиархия, должность хилиарха Xen., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> (в Риме; лат. [[tribunatus]] militum) должность военного трибуна Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A office or post of χιλίαρχος, X.Cyr.4.1.4. 2 office of tribunus militum Plu. Cam.38, al., D.C.59.29; ἀπὸ τριῶν χ., = Lat. tribus militiis, IGRom. 4.1204 (Thyatira). II unit under the command of a χιλίαρχος, corps of 1024 men, Ascl.Tact.2.10, Ael.Tact.9.6, Arr.Tact.10.5. 2 = χιλιάς, LXXNu.31.48, 1 Ma.5.13. 3 Persian military district, AJA 16.13 (Sardis, iv/iii B. C.). III = χιλιετηρίς, applied to work by Asinius Quadratus, St.Byz. s.v. Ὀξύβιοι (cf. χιλιάς 11).
German (Pape)
[Seite 1355] ἡ, das Amt od. die Würde des χιλιάρχης, Xen. Cyr. 4, 1,4.
Greek (Liddell-Scott)
χῑλιαρχία: ἡ, ἀξίωμα ἢ ὑπούργημα τοῦ χιλιάρχου, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 4.1, 4, Συλλ. Ἐπιγρ. 3484, Πλούτ. 2) τὸ ἀξίωμα τῶν tribuni militares, ὁ αὐτ. ἐν Καμίλλῳ 38. ΙΙ. = χιλιάς, χιλιανδρία, δηλ. ἀριθμὸς ἀνδρῶν διοικουμένων ὑπὸ χιλιάρχου, ἀπώλεσαν ἐκεὶ ὡς μίαν χιλιαρχίαν ἀνδρῶν Ἑβδ. (Μακκ. Πρῶτ. κεφ. Ε΄, 13).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 fonction de chiliarque;
2 fonction de tribun militaire à Rome.
Étymologie: χιλίαρχος.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ χιλίαρχος
1. το αξίωμα του χιλιαρχου
2. στρατιωτικό σώμα χιλίων, περίπου, ανδρών που διοικούσε χιλίαρχος (α. «μέ στείλανε... με τη χιλιαρχία του Τζαβέλλα», Βλαχογ.
β. «ἀπώλεσαν ἐκεῑ ὡς μίαν χιλιαρχίαν ἀνδρῶν», ΠΔ)
αρχ.
1. περσική στρατιωτική περιφέρεια
2. χιλιετηρίδα.
Greek Monotonic
χῑλιαρχία: ἡ,
1. αξίωμα του χιλίαρχου, σε Ξεν.
2. το αξίωμα των tribuni militares, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
χῑλιαρχία: ἡ1) хилиархия, должность хилиарха Xen., Plut.;
2) (в Риме; лат. tribunatus militum) должность военного трибуна Plut.