προσθόδομος: Difference between revisions
From LSJ
κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσθόδομος:''' ὁ, προηγούμενος [[κύριος]] του σπιτιού, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''προσθόδομος:''' ὁ, προηγούμενος [[κύριος]] του σπιτιού, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσθόδομος:''' ὁ прежний хозяин или хранитель дома Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A chief of a house or its former lord, Ἀτρεῖδαι A.Ch. 322 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 766] der vorher das Haus bewohnte, od. der das Haus schirmt, Hort des Hauses, Aesch. Ch. 319.
Greek (Liddell-Scott)
προσθόδομος: ὁ, ὁ ἄρχων ἢ προστάτης οἴκου, ἢ ὁ πρῴην κύριος αὐτοῦ, Αἰσχύλ. Χο. 321
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se tient devant la maison ; p.-ê. protecteur de la maison.
Étymologie: πρόσθεν, δόμος.
Greek Monolingual
ὁ, Α
ο αρχηγός ή προστάτης σπιτικού, νοικοκυριού, ή ο προηγούμενος κύριός του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσθεν + δόμος.
Greek Monotonic
προσθόδομος: ὁ, προηγούμενος κύριος του σπιτιού, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
προσθόδομος: ὁ прежний хозяин или хранитель дома Aesch.