θεμείλια: Difference between revisions
Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch
(4) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θεμείλια:''' τά, = [[θέμεθλα]], σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, θέμειλα, σε Ανθ. Π. | |lsmtext='''θεμείλια:''' τά, = [[θέμεθλα]], σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, θέμειλα, σε Ανθ. Π. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θεμείλια:''' τά Hom., HH, Anth. = [[θέμεθλα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:44, 31 December 2018
English (LSJ)
τά,=
A θέμεθλα, θεμείλια . . τὰ θέσαν μογέοντες Ἀχαιοί Il. 12.28; θ. τε προβάλοντο 23.255; διέθηκε θ. h.Ap.254; θ. καρτερὰ πήξας AP9.808 (Cyrus), cf. Call.Del.260, Opp.H.5.680: θέμειλα, Epigr.Gr.1078.3 (Adana): sg. θέμειλον, AP9.649 (Maced.), 14.115.
Greek (Liddell-Scott)
θεμείλια: τά = θέμεθλα, θεμείλια.., τὰ θέσαν μογέοντες Ἀχαιοὶ Ἰλ. Μ. 28· θεμ. τε προβάλοντο Ψ. 255· διέθηκε θεμ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 254· θεμ. καρτερὰ πήξας Ἀνθ. Π. 9. 808· πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 5. 680. Καλλ. εἰς Δῆλ. 260. - Ὁ τύπος θέμειλα εὕρηται ἐν Ἀνθ. Π. παράρτ. 270, κ. ἀλλ.· ἑνικ. θέμειλον Ἀνθ. Π. 9. 649., 14. 115. - Πρβλ. θεμέλιος.
French (Bailly abrégé)
Greek Monolingual
θεμείλια, τα (Α)
επικ. τ. αντί θεμέλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θεμός].
Greek Monotonic
θεμείλια: τά, = θέμεθλα, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, θέμειλα, σε Ανθ. Π.
Russian (Dvoretsky)
θεμείλια: τά Hom., HH, Anth. = θέμεθλα.