ὀμβρέω: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz

Menander, Monostichoi, 290
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀμβρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[ὄμβρος]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[βρέχω]], <i>μετοπωρινὸν ὀμβρήσαντος Ζηνός</i>, όταν ο Δίας στέλνει τις φθινοπωρινές βροχές, σε Ησίοδ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[δροσίζω]], [[υγραίνω]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ὀμβρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[ὄμβρος]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[βρέχω]], <i>μετοπωρινὸν ὀμβρήσαντος Ζηνός</i>, όταν ο Δίας στέλνει τις φθινοπωρινές βροχές, σε Ησίοδ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[δροσίζω]], [[υγραίνω]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀμβρέω:''' <b class="num">1)</b> (о дожде) идти, лить: μετοπωρινὸν ὀμβρήσαντος Ζηνός Hes. когда поздней осенью льют дожди;<br /><b class="num">2)</b> орошать, мочить (δακρύοις λάρνακα μαρμαρέην Anth.).
}}
}}

Revision as of 01:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀμβρέω Medium diacritics: ὀμβρέω Low diacritics: ομβρέω Capitals: ΟΜΒΡΕΩ
Transliteration A: ombréō Transliteration B: ombreō Transliteration C: omvreo Beta Code: o)mbre/w

English (LSJ)

   A rain, μετοπωρινὸν ὀμβρήσαντος Ζηνός when the latter rain of autumn comes, Hes.Op.415, cf. A.R.3.1399, Lyc.79.    II trans., rain or shower down upon, ἀγαθὸν ὀ. τινί Ph.1.402 ; πηγὰς γάλακτος ὀ. ἐν μαστοῖς Id.2.397, cf. Nonn.D.2.33.    2 bedew, wet, δακρύοις λάρνακα AP7.340.    3 ὀμβρεῖ· ἀτιμάζει, ὑπερισχύει, αὔξει, πιαίνει, πλήθει, Hsch.

German (Pape)

[Seite 329] regnen; μετοπωρινὸν ὀμβρήσαντος Ζηνός, wenn es im Spätherbst regnet, Hes. O. 417; sp. D., wie Ap. Rh. 3, 1399. – Auch trans., beregnen, Philo u. a. Sp.; u. übertr., benetzen, δακρύοις ὀμβρήσας λάρνακα, Ep. ad. 665 (VII, 340).

Greek (Liddell-Scott)

ὀμβρέω: βρέχω, Ζεὺς ὀμβρεῖ (ὡς τὸ Ζεὺς ὕει)· μετοπωρινὸν ὀμβρήσαντος Ζηνός, ὅταν μετὰ τὴν ὀπώραν βρέξῃ ὁ Ζεύς, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 413, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1399, Λυκόφρ. 79. ΙΙ. μεταβ., βρέχω ἀφθόνως ἐπί τινος, «καταιβάζω», ἀγαθὸν ὀμβρ. τινι Φίλων 1, 402· πηγὰς γάλακτος ὀμβρ. ἐν μαστοῖς ὁ αὐτ. 2. 397. 2) δροσίζω, ὑγραίνω, τι δακρύοις Ἀνθ. Π. 7. 340.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
I. intr. pleuvoir;
II. tr. 1 laisser couler, faire couler;
2 mouiller, humecter.
Étymologie: ὄμβρος.

Greek Monotonic

ὀμβρέω: μέλ. -ήσω (ὄμβρος),·
I. βρέχω, μετοπωρινὸν ὀμβρήσαντος Ζηνός, όταν ο Δίας στέλνει τις φθινοπωρινές βροχές, σε Ησίοδ.
II. μτβ., δροσίζω, υγραίνω, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὀμβρέω: 1) (о дожде) идти, лить: μετοπωρινὸν ὀμβρήσαντος Ζηνός Hes. когда поздней осенью льют дожди;
2) орошать, мочить (δακρύοις λάρνακα μαρμαρέην Anth.).