ὑψίθρονος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑψίθρονος:''' -ον, υψηλόθρονος, σε Πίνδ.
|lsmtext='''ὑψίθρονος:''' -ον, υψηλόθρονος, σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑψίθρονος:''' высоко восседающий ([[Κλωθώ]] Pind.).
}}
}}

Revision as of 14:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψῐθρονος Medium diacritics: ὑψίθρονος Low diacritics: υψίθρονος Capitals: ΥΨΙΘΡΟΝΟΣ
Transliteration A: hypsíthronos Transliteration B: hypsithronos Transliteration C: ypsithronos Beta Code: u(yi/qronos

English (LSJ)

ον,

   A high-throned, of gods, Pi.N.4.65, I.6 (5).16.

Greek (Liddell-Scott)

ὑψίθρονος: -ον, ὁ ἔχων τὸν θρόνον του ὑψηλά, ἐπὶ τῶν θεῶν, Πινδ. Ν. 4. 105, Ι. 6 (5). 23.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au siège ou au trône élevé.
Étymologie: ὕψι, θρόνος.

English (Slater)

ὑψίθρονος, -ον
   1 throned on high ὑψιθρόνων μίαν Νηρείδων (N. 4.65) ὑψίθρονον Κλωθὼ (I. 6.16)

Greek Monolingual

-ον, Α
(για θεό) αυτός που έχει τον θρόνο του ψηλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + θρόνος (πρβλ. ἀρχί-θρονος)].

Greek Monotonic

ὑψίθρονος: -ον, υψηλόθρονος, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑψίθρονος: высоко восседающий (Κλωθώ Pind.).