ῥωγάς: Difference between revisions

From LSJ

διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice

Source
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ῥωγάς:''' -[[άδος]], ὁ, ἡ ([[ῥώξ]]), = το προηγ., κουρελιασμένος, σε Βάβρ.· ῥωγὰς [[πέτρα]], αποσπασμένος [[βράχος]], [[βράχος]] που έχει διαρραγεί, που έχει διασχιστεί, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ῥωγάς:''' -[[άδος]], ὁ, ἡ ([[ῥώξ]]), = το προηγ., κουρελιασμένος, σε Βάβρ.· ῥωγὰς [[πέτρα]], αποσπασμένος [[βράχος]], [[βράχος]] που έχει διαρραγεί, που έχει διασχιστεί, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ῥωγάς:''' άδος (ᾰδ) adj. f<br /><b class="num">1)</b> рваная ([[πήρη]] Babr.);<br /><b class="num">2)</b> обрывистая, крутая ([[πέτρα]] Theocr.).
}}
}}

Revision as of 03:36, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥωγάς Medium diacritics: ῥωγάς Low diacritics: ρωγάς Capitals: ΡΩΓΑΣ
Transliteration A: rhōgás Transliteration B: rhōgas Transliteration C: rogas Beta Code: r(wga/s

English (LSJ)

άδος, ὁ, ἡ,= foreg.,

   A ragged, πήρη Babr.86; ῥ. πέτραι cloven rocks, clefts in the rocks, Theoc.24.95, cf. A.R.4.1448, Nic. Th.389; κάπετος ῥ. Posidipp. ap. Ath.8.414e.

German (Pape)

[Seite 854] άδος, ὁ, ἡ, 1) zerrissen, gespalten, κάπετος, Posidiup. bei Ath. 414 e; als subst. ἡ ῥωγάς, sc. γῆ, Erdriß, Erdspalt, Kluft, Höhle. – 2) sc. πέτρα, abgerissenes Felsstück, Ap. Rh. 4, 1448, ῥωγάδος ἐκ πέτρης, wie Nic. Ther. 389. 644; vgl. Theocr. 24, 93.

Greek (Liddell-Scott)

ῥωγάς: -άδος, ὁ, ἡ, (ῥώξ) = τῷ προηγ., διεσχισμένη, διερρωγυῖα, πήρη Βάβρ. 86· ῥ. πέτρα, κρημνὸς διεσχισμένος, Θεόκρ. 24. 94, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1448, πρβλ. Νικ. Θ. 389· κάπετος ῥ. Ποσείδιππος παρ’ Ἀθην. 414Ε· - πρβλ. ῥαγάς, ἀπορρώξ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ῥῆγμα ἐν τοίχῳ, παρ’ Ἡσυχ., ὅστις μνημονεύει καὶ τὴν λέξιν ῥωγή, ἡ.

French (Bailly abrégé)

άδος
adj. f.
déchiré, fendu, creusé.
Étymologie: ῥώξ.

Greek Monolingual

-άδος, ὁ, ἡ, Α
1. ως επίθ. ξεσχισμένος, κουρελιασμένος
2. ως ουσ. (κατά τον Ησύχ.) ρήγμα, σχίσμα γης, χάσμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ῥωγ- του ῥήγνυμι (πρβλ. ῥώξ, ῥωγός) + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. πεδι-άς)].

Greek Monotonic

ῥωγάς: -άδος, ὁ, ἡ (ῥώξ), = το προηγ., κουρελιασμένος, σε Βάβρ.· ῥωγὰς πέτρα, αποσπασμένος βράχος, βράχος που έχει διαρραγεί, που έχει διασχιστεί, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ῥωγάς: άδος (ᾰδ) adj. f
1) рваная (πήρη Babr.);
2) обрывистая, крутая (πέτρα Theocr.).