στρεψοδικέω: Difference between revisions
From LSJ
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
(6) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''στρεψοδῐκέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[δίκη]]), [[διαστρέφω]] το [[ορθό]], το αληθές, το [[δίκαιο]], [[μεταχειρίζομαι]] σοφιστικά τεχνάσματα, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''στρεψοδῐκέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[δίκη]]), [[διαστρέφω]] το [[ορθό]], το αληθές, το [[δίκαιο]], [[μεταχειρίζομαι]] σοφιστικά τεχνάσματα, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=στρεψοδικέω [στρέφω, δίκη] het recht verdraaien. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:12, 31 December 2018
English (LSJ)
A twist or pervert the right, Ar.Nu.434.
German (Pape)
[Seite 954] das Recht verdrehen, Ar. Nub. 433.
Greek (Liddell-Scott)
στρεψοδῐκέω: διαστρέφω, μεταβάλλω, τροποποιῶ τὸ ὀρθὸν, Ἀριστοφ. Νεφ. 435· καὶ στρεψοδῐκοπᾰνουργία, ἡ, πανουργία ἐν τῇ διαστοφῇ τοῦ δικαίου, ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 1468, ἴδε στρεφοδικοπανουργία.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
pervertir la justice.
Étymologie: στρέφω, δίκη.
Greek Monotonic
στρεψοδῐκέω: μέλ. -ήσω (δίκη), διαστρέφω το ορθό, το αληθές, το δίκαιο, μεταχειρίζομαι σοφιστικά τεχνάσματα, σε Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στρεψοδικέω [στρέφω, δίκη] het recht verdraaien.