καταβασμός: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
(5) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καταβασμός:''' ὁ, Αττ. αντί [[καταβαθμός]]. | |lsmtext='''καταβασμός:''' ὁ, Αττ. αντί [[καταβαθμός]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=καταβασμός -οῦ, ὁ [καταβαίνω] katarakt (in de Nijl). | |||
}} | }} |
Revision as of 10:08, 31 December 2018
English (LSJ)
A v. καταβαθμός.
German (Pape)
[Seite 1339] ὁ, = καταβαθμός, Aesch., s. nom. propr.
Greek (Liddell-Scott)
καταβασμός: ὁ, ἴδε καταβαθμός.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
la descente, càd la Cataracte (au-dessus d’Éléphantine) en Égypte.
Étymologie: καταβαίνω.
Greek Monolingual
ο
καταβαθμός·.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατα-βι-βασ-μός με συλλαβική ανομοίωση < κατα-βι-βά-ζω].
Greek Monotonic
καταβασμός: ὁ, Αττ. αντί καταβαθμός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταβασμός -οῦ, ὁ [καταβαίνω] katarakt (in de Nijl).