ποτιφωνήεις: Difference between revisions

From LSJ

φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife

Source
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ποτιφωνήεις:''' -εσσα, -εν, Δωρ. αντί [[προσφωνήεις]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ποτιφωνήεις:''' -εσσα, -εν, Δωρ. αντί [[προσφωνήεις]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ποτιφωνήεις:''' ήεσσα, ῆεν дор. Hom. = [[προσφωνήεις]].
}}
}}

Revision as of 06:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτιφωνήεις Medium diacritics: ποτιφωνήεις Low diacritics: ποτιφωνήεις Capitals: ΠΟΤΙΦΩΝΗΕΙΣ
Transliteration A: potiphōnḗeis Transliteration B: potiphōnēeis Transliteration C: potifonieis Beta Code: potifwnh/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, Ep. for προσφ-, Od.9.456.

German (Pape)

[Seite 690] dor. statt προσφωνήεις.

Greek (Liddell-Scott)

ποτιφωνήεις: εσσα, εν, Δωρ. ἀντὶ προσφ-, ὡς καὶ ἐν Ὀδ. Ι. 456.

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
qui adresse la parole à, qui s’adresse à, capable de s’adresser à.
Étymologie: épq. p. *προσφωνήεις, v. προσφωνέω.

English (Autenrieth)

see προσφωνήεις.
εσσα, εν: capable of addressing, endued with speech, Od. 9.456†.

Greek Monolingual

-εσσα, -εν, Α
(επικ. τ.) προσφωνήεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + φωνήεις (< φωνή)].

Greek Monotonic

ποτιφωνήεις: -εσσα, -εν, Δωρ. αντί προσφωνήεις, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ποτιφωνήεις: ήεσσα, ῆεν дор. Hom. = προσφωνήεις.