κακογείτων: Difference between revisions
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
(5) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κᾰκογείτων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i>, [[κακός]] [[γείτονας]] ή αυτός που βρίσκεται κοντά στην [[δυστυχία]] κάποιου, σε Σοφ. | |lsmtext='''κᾰκογείτων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i>, [[κακός]] [[γείτονας]] ή αυτός που βρίσκεται κοντά στην [[δυστυχία]] κάποιου, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κακογείτων -ον, gen. -ονος [κακός, γείτων] buurman van zijn ongeluk. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A a bad neighbour, Call.Cer.118. 2 οὐδέ τιν' ἐγχώρων κακογείτονα neighbour to his misery, S.Ph.692 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1299] ονος, ὁ, Unglücksgefährte; Soph. Phil. 689 οὐδέ τιν' ἐγχώρων κακογείτονα παρ' ᾡ στόνον ἀποκλαύσειεν, keinen Gefährten des Unglücks, od. mit στόνος verbunden, das Geseufz über das Unglück, das wieder ein unangenehmer Genosse ist, vgl. Lob. Phryn. 601; κακογείτονες ἐχθροί Callim. Cer. 118.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκογείτων: -ον, γεν. ονος, κακὸς γείτων, Καλλ. εἰς Δήμ. 117· ― ἀλλ’ ἐν Σοφ. Φιλ. 692, οὐδέ τιν’ ἐγχώρων κακογείτονα, δηλ. γείτονα κακῶν, ἢ ἐν κακοῖς, ἵνα ᾖ πλησίον αὐτοῦ ὅταν πάσχῃ, ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ.
French (Bailly abrégé)
ονος (ὁ, ἡ)
voisin de malheur, qui est proche du malheur.
Étymologie: κακός, γείτων.
Greek Monolingual
κακογείτων, -ον (Α)
ο κακός γείτονας.
Greek Monotonic
κᾰκογείτων: -ον, γεν. -ονος, κακός γείτονας ή αυτός που βρίσκεται κοντά στην δυστυχία κάποιου, σε Σοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακογείτων -ον, gen. -ονος [κακός, γείτων] buurman van zijn ongeluk.