ὀρθοποδέω: Difference between revisions

From LSJ

ἐγὼ δ' ἀνάγκῃ προύμαθον στέργειν κακά → I have been slowly schooled by necessity to endure misery

Source
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀρθοποδέω:''' ([[πούς]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, [[βαδίζω]] τη σωστή οδό, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ὀρθοποδέω:''' ([[πούς]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, [[βαδίζω]] τη σωστή οδό, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρθοποδέω:''' идти прямым или правильным путем (πρὸς τὴν ἀλήθειαν NT).
}}
}}

Revision as of 01:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθοποδέω Medium diacritics: ὀρθοποδέω Low diacritics: ορθοποδέω Capitals: ΟΡΘΟΠΟΔΕΩ
Transliteration A: orthopodéō Transliteration B: orthopodeō Transliteration C: orthopodeo Beta Code: o)rqopode/w

English (LSJ)

   A walk straight or uprightly, Ep.Gal.2.14.

German (Pape)

[Seite 375] grades Weges od. mit graden Füßen gehen, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθοποδέω: βαδίζω κατ’ εὐθεῖαν εἰς μέρος τι, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 496, 16: μεταφορ., βαδίζω τὴν ὀρθὴν ὁδόν, ἀλλ’ ὅτε εἶδον ὅτι οὐκ ὀρθοποδοῦσι πρὸς τὴν ἀλήθειαν τοῦ εὐαγγελίου Ἐπιστ. πρ. Γαλάτ. β΄, 14.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
aller droit sur ses jambes, aller droit son chemin.
Étymologie: ὀρθόπους.

English (Strong)

from a compound of ὀρθός and πούς; to be straight-footed, i.e. (figuratively) to go directly forward: walk uprightly.

English (Thayer)

ὀρθοποδω; (ὀρθόπους with straight feet, going straight; and this from ὀρθός and πούς); to walk in a straight course; metaphorically, to act uprightly, πρός, I:3f.). Not found elsewhere; (cf. Winer's Grammar, 26; 102 (96)).

Greek Monotonic

ὀρθοποδέω: (πούς), μέλ. -ήσω, βαδίζω τη σωστή οδό, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ὀρθοποδέω: идти прямым или правильным путем (πρὸς τὴν ἀλήθειαν NT).