ἀνεπίσκεπτος: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνεπίσκεπτος:''' -ον ([[ἐπισκέπτομαι]]),<br /><b class="num">I.</b> [[απερίσκεπτος]], [[άμυαλος]]· επίρρ. <i>-τως</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., [[ανεξέταστος]], [[απαρατήρητος]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀνεπίσκεπτος:''' -ον ([[ἐπισκέπτομαι]]),<br /><b class="num">I.</b> [[απερίσκεπτος]], [[άμυαλος]]· επίρρ. <i>-τως</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., [[ανεξέταστος]], [[απαρατήρητος]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνεπίσκεπτος:''' оставленный без надзора или внимания ([[ἀθεράπευτος]] καὶ ἀ. Xen.): ἀ. ἦν αὐτοῖς Polyb. они не обращали на него внимания.
}}
}}

Revision as of 16:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεπίσκεπτος Medium diacritics: ἀνεπίσκεπτος Low diacritics: ανεπίσκεπτος Capitals: ΑΝΕΠΙΣΚΕΠΤΟΣ
Transliteration A: anepískeptos Transliteration B: anepiskeptos Transliteration C: anepiskeptos Beta Code: a)nepi/skeptos

English (LSJ)

ον,

   A inattentive, inconsiderate, πρᾶγμα Ph.5.143 C.; ἀλογία Porph.Abst.1.43; ὁρμή Procop. Goth.4.32. Adv. -τως Hdt.2.45; ἀ. ἔχειν τινός to give no consideration to... Arist.GA778b10.    II Pass., not examined, unregarded, X.Mem.2.4.3; unobserved, Anon.in SE12.27.

German (Pape)

[Seite 225] nicht betrachtet, unbeachtet, ἐᾶν τι ἀνεπ. Xen. Mem. 2, 4. 3; vgl. Pol. 32, 19. – Adv. ἀνεπισκέπτως, unüberl gt, unbedachtsam, Her. 2, 45.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπίσκεπτος: -ον, ἀπερίσκεπτος: ὡς ἐπίρρ. -τως, λέγουσι δὲ πολλὰ καὶ ἄλλα ἀνεπισκέπτως οἱ Ἕλληνες Ἡρόδ. 2. 45· τῆς τοῦ τέλους (αἰτίας) ἀνεπισκέπτως εἶχον, ἀδιαφόρως εἶχον, Ἀριστ. π. Γ. Ζ. 5. 1, 6. ΙΙ. παθ., ἀνεξέταστος, ἀπαρατήρητος, Ξεν., οὐδὲν ἐᾶν ἀνεπίσκεπτον Ἀπομν. 2. 4, 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non examiné, à qui on ne prête pas attention;
2 qui ne prête pas attention.
Étymologie: ἀ, ἐπισκέπτομαι.

Spanish (DGE)

-ον
1 no considerado, no examinado de abstr. τῶν μὲν ἄλλων κτημάτων οὐδὲν ... ἀνεπίσκεπτον X.Mem.2.4.3, πρᾶγμα Ph.2.298, ἀλογία Porph.Abst.1.43, ὁρμή Procop.Goth.4.32.8.
2 adv. -ως sin consideración ἀ. εἶχον no prestaban atención Arist.GA 778b10.

Greek Monolingual

ἀνεπίσκεπτος, -ον (Α)
1. ανεξέταστος, απαρατήρητος
2. αυτός που δεν τον επισκέφθηκαν
3. αυτός που βρίσκεται σε άγνοια, ανεπιστήμονας
4. απρόσεκτος, απερίσκεπτος.

Greek Monotonic

ἀνεπίσκεπτος: -ον (ἐπισκέπτομαι),
I. απερίσκεπτος, άμυαλος· επίρρ. -τως, σε Ηρόδ.
II. Παθ., ανεξέταστος, απαρατήρητος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεπίσκεπτος: оставленный без надзора или внимания (ἀθεράπευτος καὶ ἀ. Xen.): ἀ. ἦν αὐτοῖς Polyb. они не обращали на него внимания.