ἀνερύω: Difference between revisions

From LSJ

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνερύω:''' Ιων. και Δωρ. ἀν-ειρύω· μέλ. -ύσω [ῠ], [[ανασύρω]], [[τραβώ]] προς τα πάνω τα πανιά, σε Ομήρ. Οδ.· [[σύρω]] πλοία προς τη [[στεριά]], σε Ηρόδ. — Μέσ., [[απαλλάσσω]], [[παραδίδω]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀνερύω:''' Ιων. και Δωρ. ἀν-ειρύω· μέλ. -ύσω [ῠ], [[ανασύρω]], [[τραβώ]] προς τα πάνω τα πανιά, σε Ομήρ. Οδ.· [[σύρω]] πλοία προς τη [[στεριά]], σε Ηρόδ. — Μέσ., [[απαλλάσσω]], [[παραδίδω]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνερύω:''' ион.-дор. [[ἀνειρύω]]<br /><b class="num">1)</b> подтягивать, подбирать (πέπλως Theocr.);<br /><b class="num">2)</b> натягивать, поднимать ([[ἱστία]] Hom. - in tmesi);<br /><b class="num">3)</b> вытаскивать на берег ([[νῆας]] Her.);<br /><b class="num">4)</b> med. выбираться (ἐκ νόσου Anth.).
}}
}}

Revision as of 11:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνερύω Medium diacritics: ἀνερύω Low diacritics: ανερύω Capitals: ΑΝΕΡΥΩ
Transliteration A: anerýō Transliteration B: aneryō Transliteration C: aneryo Beta Code: a)neru/w

English (LSJ)

Ion. and Dor. ἀνειρύω [ῠ],

   A draw up, ἀνά θ' ἱστία λεύκ' ἐρύσαντες Od.9.77, 12.402; ἀνειρύσαι νῆας, = ἀνελκύσαι, Hdt.9.96, cf. A.R.2.586; ἀ. πέπλως Theoc.14.35:—Med., ἐκ νούσου ἀνειρύσω AP6.300 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 226] emporziehen, ἱστία, in tmesi, Od. 9, 77. 12, 402; πέπλους, beim Laufen, Theocr. 14, 35; ἀνειρύσασαι 26, 17; in dieser ion. Form auch Her. ἀνειρύσαι τὰς νῆας, aufs Land ziehen, 9, 96. 97.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνερύω: Ἰων. καὶ Δωρ. ἀνειρύω: μέλλ. -ύσω [ῠ]: - ἕλκω πρὸς τὰ ἄνω, ἀνασύρω, ἀνά θ’ ἱστία λεύκ’ ἐρύσαντες Ὀδ. Ι. 77., Μ. 402· ἀνειρύσαι τὰς νέας, ἀνελκύσαι, Ἡρόδ. 9. 96· πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 586· ἀνειρύσσασα δὲ πέπλως Θεόκρ. 14. 35: - Μέσ., ἐκ νούσου ἀνειρύσω Ἀνθ. Π. 6. 300. - Ἴδε ἐν λ. αὐερύω.

French (Bailly abrégé)

f. ἀνερύσω, ao. ἀνείρυσα, pf. inus.
tirer à terre (un navire).
Étymologie: ἀνά, ἐρύω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἀνειρύω Hdt.9.96, Theoc.14.35, AP 6.300 (Leon.), Nonn.D.22.334
1 izar ἱστία Od.9.77, 12.402
levantar πέπλως Theoc.l.c., βέλεμνον Nonn.D.l.c.
halar, sacar a tierra τὰς νέας Hdt.l.c.
2 fig. en v. med. salvar ἐκ νούσου AP l.c.

Greek Monolingual

ἀνερύω (Α)
τραβώ, σύρω προς τα επάνω, ανασύρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + ερύω «σέρνω, τραβώ»].

Greek Monotonic

ἀνερύω: Ιων. και Δωρ. ἀν-ειρύω· μέλ. -ύσω [ῠ], ανασύρω, τραβώ προς τα πάνω τα πανιά, σε Ομήρ. Οδ.· σύρω πλοία προς τη στεριά, σε Ηρόδ. — Μέσ., απαλλάσσω, παραδίδω, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνερύω: ион.-дор. ἀνειρύω
1) подтягивать, подбирать (πέπλως Theocr.);
2) натягивать, поднимать (ἱστία Hom. - in tmesi);
3) вытаскивать на берег (νῆας Her.);
4) med. выбираться (ἐκ νόσου Anth.).