ἀξιέπαινος: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀξιέπαινος:''' -ον, [[άξιος]] επαίνου, σε Ξεν. | |lsmtext='''ἀξιέπαινος:''' -ον, [[άξιος]] επαίνου, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀξιέπαινος:''' достойный похвалы Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A praiseworthy, Id.Cyr. 3.3.6, D.61.15; χρῆμα, of a dead ox, Ael.NA2.57, etc.: Sup. -ότατος X.HG4.4.6. Adv. -νως Apollon. Vit.Aeschin.11.
German (Pape)
[Seite 269] dasselbe, Xen. a. a. O. ἀξιεπαινότατος, vgl. Cyr. 3, 3, 6 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀξιέπαινος: -ον, ὁ ἄξιος ἐπαίνου, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 6, κτλ. ― Ὑπερθ. -ότατος ὁ αὐτ. Ἑλλ. 4. 4, 6. ― Ἐπίρρ. -νως Ἀπολλ. Βί. Αἰσχίν. 16, σ. 43.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
digne de louange.
Étymologie: ἄξιος, ἔπαινος.
Spanish (DGE)
-ον
1 digno de alabanza βασιλεύς X.Ages.1.37, τελευτή X.HG 4.4.6, τὸ μέρος X.Cyr.3.3.6, χρῆμα Ael.NA 2.57, cf. D.61.15, Fauorin.de Ex.2.5.
2 adv. -ως en forma digna de alabanza ἀ. ἐμαχέσατο Apollon.Vit.Aeschin.11.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἀξιέπαινος, -ον)
ο άξιος επαίνου, αυτός που αξίζει να επαινεθεί.
Greek Monotonic
ἀξιέπαινος: -ον, άξιος επαίνου, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀξιέπαινος: достойный похвалы Xen.