ἄπαγε: Difference between revisions
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄπᾰγε:''' επίρρ. (κανονικά προστ. του [[ἀπάγω]], με αμτβ. [[σημασία]]), [[μακριά]]! [[φύγε]]! τσακίσου! [[κάτω]] τα χέρια [[σου]]! Λατ. [[apage]]! σε Ευρ., Αριστοφ. | |lsmtext='''ἄπᾰγε:''' επίρρ. (κανονικά προστ. του [[ἀπάγω]], με αμτβ. [[σημασία]]), [[μακριά]]! [[φύγε]]! τσακίσου! [[κάτω]] τα χέρια [[σου]]! Λατ. [[apage]]! σε Ευρ., Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄπαγε:''' [imper. к [[ἀπάγω]] прочь, вон, долой (εἴς τι и [[ἀπό]] τινος Arph.): ἄ. τὰ [[πάρος]] εὐτυχήματ᾽ αὐδῶν Eur. перестань говорить о былом счастье. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:32, 31 December 2018
English (LSJ)
(imper. of ἀπάγω)
A away! begone! Lat. apage! ἄ. ἐς μακαρίαν Ar.Eq.1151; κἄπαγ' ἀπὸ τῆς ὀσφύος hands off! Id.Pax1053: abs., Luc.Prom.Es7, Am.38, etc.: rarely c. part., ἄπαγε τὰ πάρος εὐτυχήματ' αὐδῶν E.Ph.1733: pl., D.C.38.46.
German (Pape)
[Seite 273] imperat. von ἀπάγω, adverbial gebraucht: fort mit dir, packe dich! vollständig, ἄπαγε σεαυτὸν ἐκποδών Ar. Ran. 852; Equ. 1147 ἄπαγε εἰς μακαρίαν; Sp., wie Luc. Prom. 7; mit dem partic., ἄπαγε τὰ πάρος εὐτυχήματ' αὐδῶν Eur. Phoen. 1725, weg mit dem Gerede.
Greek (Liddell-Scott)
ἄπαγε: κυρίως προστ. τοῦ ἀπάγω, ἀλλὰ συνήθως λαμβάνεται ἐπιρρηματικῶς ὑπονοουμένου τοῦ σεαυτόν, ὅπερ καὶ τίθεται ἐνίοτε, ἄπαγε σεαυτὸν ἐκποδῶν, «ξεκουμπίσου ἀπ’ ἐδῶ», Ἀριστοφ. Βάτρ. 853, ἄπαγ’ ἐς μακαρίαν ἐκποδών, «πήγαινε ’ς τἀνάθεμα», «κρεμνίσου ἀπ’ ἐδῶ», ἄπαγ’ ἀπό τῆς ὀσφύος, μακράν, κάτω τὰ χέρια ὁ αὐτ. Εἰρ. 1053· ἀπολ., Λουκ. Προμ. 7. Ἔρωτ. 38. κτλ.· σπανίως μετὰ μετοχῆς, ἄπαγε τὰ πάρος εὐτυχήματ’ αὐδῶν Εὐρ. Φοίν. 1733· ἢ μετά γεν. ἄπ. τοῦ νόμου Συνέσ. 161Β. Τὸ πληθ. ὡσαύτως ἀπαντᾶ παρὰ Δίωνι Κ. 38, 46. ― Καθ’ Ἡσύχ. «ἄπαγε· παῦσαι, ἀναχώρει».
French (Bailly abrégé)
va-t’en ! ; avec part. cesse de… !.
Étymologie: impér. de ἀπάγω.
Spanish (DGE)
v. ἀπάγω.
Greek Monolingual
ἄπαγε (προστ. του απάγω
χρησιμοποιείται επιρρηματικώς) (Α)
βλ. απάγω.
Greek Monotonic
ἄπᾰγε: επίρρ. (κανονικά προστ. του ἀπάγω, με αμτβ. σημασία), μακριά! φύγε! τσακίσου! κάτω τα χέρια σου! Λατ. apage! σε Ευρ., Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἄπαγε: [imper. к ἀπάγω прочь, вон, долой (εἴς τι и ἀπό τινος Arph.): ἄ. τὰ πάρος εὐτυχήματ᾽ αὐδῶν Eur. перестань говорить о былом счастье.