ἀπαίνυμαι: Difference between revisions

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπαίνυμαι:''' και ἀπο-[[αίνυμαι]], αποθ., [[αφαιρώ]], [[αποσπώ]], <i>τί τινος</i>, σε Ομήρ. Οδ.· [[αποκόπτω]], [[δρέπω]], σε Μόσχ.
|lsmtext='''ἀπαίνυμαι:''' και ἀπο-[[αίνυμαι]], αποθ., [[αφαιρώ]], [[αποσπώ]], <i>τί τινος</i>, σε Ομήρ. Οδ.· [[αποκόπτω]], [[δρέπω]], σε Μόσχ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπαίνυμαι:''' отнимать (τί τινος Hom.).
}}
}}

Revision as of 05:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαίνῠμαι Medium diacritics: ἀπαίνυμαι Low diacritics: απαίνυμαι Capitals: ΑΠΑΙΝΥΜΑΙ
Transliteration A: apaínymai Transliteration B: apainymai Transliteration C: apainymai Beta Code: a)pai/numai

English (LSJ)

   A = ἀποαίνυμαι (q.v.), Mosch.2.66.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαίνυμαι: ἀποθ. ἀφαιρῶ, τεύχε’ ἀπαινύμενον Ἰλ. Λ. 582, Ρ. 85, δρέπω, κόπτω, τῶν ἥ μὲν νάρκισσον ἐΰπνοον, ἥ δ’ ὑάκινθον, ἥ δ’ ἕρπυλλον ἀπαίνυτο Μόσχ. 2. 66: - Ὁ Ὅμ. ἔχει ὡσαύτως ᾀποαίνυμαι Ἰλ. Ν. 262, Ὀδ. Μ. 419, Ρ. 322.

French (Bailly abrégé)

c. ἀποαίνυμαι.

English (Autenrieth)

only pres. and ipf.: take away; τινός τι, ρ 322, Il. 13.262.

Spanish (DGE)

(ἀπαίνῠμαι)
quitar c. ac. y gen. τεύχε' ... Ἀπισάονος Il.11.582
retirar del fuego χυτρίδα Call.Fr.244
arrancar ἕρπυλλον Mosch.2.66.

Greek Monolingual

ἀπαίνυμαι (Α) αίνυμαι
1. αφαιρώ
2. κόβω.

Greek Monotonic

ἀπαίνυμαι: και ἀπο-αίνυμαι, αποθ., αφαιρώ, αποσπώ, τί τινος, σε Ομήρ. Οδ.· αποκόπτω, δρέπω, σε Μόσχ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαίνυμαι: отнимать (τί τινος Hom.).