νευρορράφος: Difference between revisions
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νευρορράφος:''' [ᾰ], ὁ ([[νεῦρον]] II, [[ῥάπτω]]), αυτός που ράβει χρησιμοποιώντας [[νεύρα]], [[επιδιορθωτής]] [[υποδημάτων]], [[μπαλωματής]], [[σκυτοτόμος]], σε Αριστοφ., Πλάτ. | |lsmtext='''νευρορράφος:''' [ᾰ], ὁ ([[νεῦρον]] II, [[ῥάπτω]]), αυτός που ράβει χρησιμοποιώντας [[νεύρα]], [[επιδιορθωτής]] [[υποδημάτων]], [[μπαλωματής]], [[σκυτοτόμος]], σε Αριστοφ., Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νευρορράφος:''' (ᾰ) ὁ башмачник, сапожник Plat., Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:32, 1 January 2019
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, (
A νεῦρον 11, ῥάπτω) one who stitches with sinews, mender of shoes, cobbler, Ar.Eq.739, Pl.R.421a, etc. II one who makes strings for the lyre, Lycurg. Fr.100.
Greek (Liddell-Scott)
νευρορράφος: ὁ, (νεῦρον ΙΙ, ῥάπτω) ὁ ῥάπτων διὰ νεύρων, ὁ διορθῶν ὑποδήματα, σκυτοτόμος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 739, Πλάτ. Πολ. 421Α· πρβλ. ῥομφεῖς. ΙΙ. ὁ κατασκευάζων χορδὰς τῆς λύρας, Λυκοῦργ. παρὰ Σχολ. εἰς Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui coud avec des cordes à boyau ; ὁ νευρορράφος savetier.
Étymologie: νεῦρον, ῥάπτω.
Greek Monolingual
νευρορ(ρ)άφος, ὁ (Α)
1. αυτός που ράβει με σκληρή και ανθεκτική κλωστή
2. επιδιορθωτής υποδημάτων
3. κατασκευαστής χορδών λύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + -ρ(ρ)άφος (< ραφή < ράπτω), πρβλ. ιστιο-ρράφος, μηχανο-ρράφος].
Greek Monotonic
νευρορράφος: [ᾰ], ὁ (νεῦρον II, ῥάπτω), αυτός που ράβει χρησιμοποιώντας νεύρα, επιδιορθωτής υποδημάτων, μπαλωματής, σκυτοτόμος, σε Αριστοφ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
νευρορράφος: (ᾰ) ὁ башмачник, сапожник Plat., Arph.