ἐγκαταδύνω: Difference between revisions
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
(4) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐγκαταδύνω:''' αόρ. βʹ -[[κατέδυν]], βυθίζομαι χαμηλότερα, <i>ὕδασιν</i>, σε Ανθ. | |lsmtext='''ἐγκαταδύνω:''' αόρ. βʹ -[[κατέδυν]], βυθίζομαι χαμηλότερα, <i>ὕδασιν</i>, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=aor2 -[[κατέδυν]]<br />[[sink]] [[beneath]], ὕδασιν Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:20, 9 January 2019
English (LSJ)
[ῡ], aor. -κατέδυν, of the sun,
A set upon a place, Hp.Aër.6; sink beneath, ὕδασιν AP7.532 (Isid.); μυχόν Opp. H.1.153: abs., sink, be absorbed in, Archig. ap. Aët.3.167, Gal.7.217: metaph., to be immersed in, c. dat., Dam.Pr.10:—Med., τοῖς οἰκείοις ἐπιτηδεύμασι Procop.Arc.1.
German (Pape)
[Seite 705] (s. δύνω), in Etwas hinabtauchen, untergehen; ἥλιος Hippocr.; ὕδασιν ἐγκατέδυν Isidor. 3 (VII, 532); ἐγκαταδὺς μυχόν Opp. H. 4, 153.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκαταδύνω: ἀόρ. -κατέδυν, ἐπὶ τοῦ ἡλίου, δύω πρός τι μέρος (ὅπερ, ὡς εἰκός, εἶναι δυσμικόν), Ἱππ. π. Ἀέρ. 283· εἰσέρχομαι λάθρᾳ εἴς τι, ὕδασιν Ἀνθ. Π. 7. 532· μυχὸν Ὀππ. Ἁλ. 1. 153.
French (Bailly abrégé)
se plonger ou pénétrer dans, être pénétrant en parl. du soleil.
Étymologie: ἐν, καταδύνω.
Spanish (DGE)
1 hundirse el sol, ponerse ἥλιος ἐγκαταδύνων Hp.Aër.6.
2 adentrarse en σηκοῖς θεοῦ Eudoc.Cypr.1.242.
Greek Monolingual
ἐγκαταδύνω (Α)
1. (για τον ήλιο)
δύω, βασιλεύω πίσω από κάποιο σημείο
2. μπαίνω κρυφά κάπου.
Greek Monotonic
ἐγκαταδύνω: αόρ. βʹ -κατέδυν, βυθίζομαι χαμηλότερα, ὕδασιν, σε Ανθ.