ἐρίκτυπος: Difference between revisions

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐρίκτῠπος:''' -ον, αυτός που κάνει δυνατό ήχο, σε Ησίοδ.
|lsmtext='''ἐρίκτῠπος:''' -ον, αυτός που κάνει δυνατό ήχο, σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐρίκτῠπος:''' сильно грохочущий, многошумный ([[Ποσειδῶν]] Hes.).
}}
}}

Revision as of 20:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρίκτῠπος Medium diacritics: ἐρίκτυπος Low diacritics: ερίκτυπος Capitals: ΕΡΙΚΤΥΠΟΣ
Transliteration A: eríktypos Transliteration B: eriktypos Transliteration C: eriktypos Beta Code: e)ri/ktupos

English (LSJ)

ον,

   A loud-sounding, of Poseidon, Hes.Th.456,930.

German (Pape)

[Seite 1029] sehr tosend, Poseidon, Hes. Th. 441 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρίκτῠπος: -ον, ὁ μέγαν κτύπον ποιῶν, Ποσειδῶν Ἡσιόδ. Θ. 456. 930.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au bruit retentissant.
Étymologie: ἐρι-, κτύπος.

Greek Monolingual

ἐρίκτυπος, -ον (Α)
αυτός που κάνει μεγάλο κτύπο, κρότο («ἐρίκτυπον Ἐννοσίγαιον», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + κτύπος.

Greek Monotonic

ἐρίκτῠπος: -ον, αυτός που κάνει δυνατό ήχο, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐρίκτῠπος: сильно грохочущий, многошумный (Ποσειδῶν Hes.).