συνεπιβαίνω: Difference between revisions

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνεπιβαίνω:''' μέλ. -[[βήσομαι]], [[ανεβαίνω]], επιβιβάζομαι, [[επιβαίνω]] από κοινού, <i>τοῦ τείχους</i>, στο [[τείχος]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''συνεπιβαίνω:''' μέλ. -[[βήσομαι]], [[ανεβαίνω]], επιβιβάζομαι, [[επιβαίνω]] από κοινού, <i>τοῦ τείχους</i>, στο [[τείχος]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''συνεπιβαίνω:''' <b class="num">1)</b> вместе восходить, подниматься Arst.: σ. τοῦ τείχους τινί Plut. восходить с кем-л. на (городскую) стену;<br /><b class="num">2)</b> подниматься по лестнице Polyb.
}}
}}

Revision as of 07:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπιβαίνω Medium diacritics: συνεπιβαίνω Low diacritics: συνεπιβαίνω Capitals: ΣΥΝΕΠΙΒΑΙΝΩ
Transliteration A: synepibaínō Transliteration B: synepibainō Transliteration C: synepivaino Beta Code: sunepibai/nw

English (LSJ)

   A mount together, Arist.HA591b21; τοῦ τείχους on the wall, Plu.TG4; mount a ladder together, Plb.10.13.8.    II enter upon or undertake along with, τινι Antipho 2.2.13.    III trample on as well, σ. ἐν ταῖς συμφοραῖς τινι J.BJ1.24.8.    IV trans., aor. 1 part. -βήσας, cause to mount, πύργοις ἀκοντιστάς ib.3.7.30.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιβαίνω: ἐπιβαίνω ὁμοῦ, «ὁ σάργος... τοὺς ἀσθενεστέρους ἑαυτοῦ κωλύει συνεπιβαίνειν» Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 31· τοῦ τείχους, ἐπὶ τοῦ τείχους, Πλουτ. Τ. Γράκχ. 4· ἀναβαίνω ὁμοῦ κλίμακα, Πολύβ. 10. 13, 8. ΙΙ. ἐπιχειρῶ τι ὁμοῦ μετά τινος, τινί τι Ἀντιφῶν 117. 41.

French (Bailly abrégé)

monter ensemble sur, gén..
Étymologie: σύν, ἐπιβαίνω.

Greek Monolingual

ΜA
ανεβαίνω σε κάποιον μαζί ή συγχρόνως με άλλον («ὁ σαργὸς... τοὺς ἀσθενεστέρους ἑαυτοῡ κωλύει συνεπιβαίνειν», Αριστοτ.)
αρχ.
1. επιχειρώ κάτι από κοινού με άλλον, συμμετέχω σε επιχείρηση ή σε υπόθεση
2. καταπατώ επίσης
3. κάνω κάποιον να ανέβει κάπου («πύργοις ἀκοντιστὰς συνεπιβήσας», Ιώσ.).

Greek Monolingual

ΜA
ανεβαίνω σε κάποιον μαζί ή συγχρόνως με άλλον («ὁ σαργὸς... τοὺς ἀσθενεστέρους ἑαυτοῡ κωλύει συνεπιβαίνειν», Αριστοτ.)
αρχ.
1. επιχειρώ κάτι από κοινού με άλλον, συμμετέχω σε επιχείρηση ή σε υπόθεση
2. καταπατώ επίσης
3. κάνω κάποιον να ανέβει κάπου («πύργοις ἀκοντιστὰς συνεπιβήσας», Ιώσ.).

Greek Monotonic

συνεπιβαίνω: μέλ. -βήσομαι, ανεβαίνω, επιβιβάζομαι, επιβαίνω από κοινού, τοῦ τείχους, στο τείχος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

συνεπιβαίνω: 1) вместе восходить, подниматься Arst.: σ. τοῦ τείχους τινί Plut. восходить с кем-л. на (городскую) стену;
2) подниматься по лестнице Polyb.