ἰχνεύμων: Difference between revisions
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
(5) |
(2b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἰχνεύμων:''' -ονος, ὁ ([[ἰχνεύω]]), [[ιχνηλάτης]]· αιγυπτιακό ζώο όμοιο με [[νυφίτσα]], το οποίο ανίχνευε τα αυγά των κροκόδειλων, σε Αριστ. | |lsmtext='''ἰχνεύμων:''' -ονος, ὁ ([[ἰχνεύω]]), [[ιχνηλάτης]]· αιγυπτιακό ζώο όμοιο με [[νυφίτσα]], το οποίο ανίχνευε τα αυγά των κροκόδειλων, σε Αριστ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἰχνεύμων:''' ονος ὁ<br /><b class="num">1)</b> ихневмон или «фараонова мышь» (хищное млекопитающее из семейства виверр, Herpestes [[ichneumon]]) Arst., Diod., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> ихневмон (разновидность ос, истребляющая пауков) Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:14, 31 December 2018
English (LSJ)
ονος, ὁ,
A tracker: hence, 1 an Egyptian animal of the weasel-kind, which hunts out crocodile's eggs (asp's eggs,Ael.NA6.38), Herpestes ichneumon, Arist.HA612a16, Eub.107.12, Nic.Th.190, Plu.2.966d, PLond.3.904 (ii A.D.); cf. ἰχνευτής 11. 2 a small kind of wasp, that hunts spiders, Pelopaeus spirifex, Arist.HA552b26,609a5, cf. Plin.HN10.204. 3 a bird, Ant.Lib. 14.
German (Pape)
[Seite 1276] ονος, ὁ (der Spürer), – a) eine Wieselart in Aegypten, die den Eiern des Krokodils nachspürt, Arist. H. A. 6, 35. 9, 6 Nic. Th. 190 Plut. sol. anim. 10. S. auch ἰχνευτής. – b) eine Wespe, die den Spinnen nachspürt, Arist. H. A. 5, 20. 9, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἰχνεύμων: -ονος, ὁ, ὁ ἀνιχνέυων· ἐντεῦθεν, 1) ζῷόν τι τῆς Αἰγύπτου ὅμοιον ἰκτίδι, ὅπερ ἀνιχνεύει τὰ ᾠὰ τοῦ κροκοδείλου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 35, 2· καλεῖται καὶ ἰχνευτής, Ἡρόδ. 2. 67, κλ. 2) εἶδος σφηκῶν θηρευόντων τὰς ἀράχνας, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 20, κλ.
French (Bailly abrégé)
ονος (ὁ) :
ichneumon, rat d’Égypte, qui suit la piste des crocodiles, animal.
Étymologie: ἰχνεύω.
Spanish
Greek Monolingual
ὁ (Α ἰχνεύμων)
1. ζώο της Αιγύπτου, παρόμοιο με τη νυφίτσα, που ανιχνεύει τα αβγά του κροκοδείλου
2. εντομολ. είδος σφηκών που κυνηγούν τις αράχνες
αρχ.
1. αυτός που ανιχνεύει, αυτός που αναζητά τα ίχνη, ιχνευτής
2. είδος πτηνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχνεύω + επίθημα -μων (πρβλ. δαί-μων, πνεύ-μων].
Greek Monotonic
ἰχνεύμων: -ονος, ὁ (ἰχνεύω), ιχνηλάτης· αιγυπτιακό ζώο όμοιο με νυφίτσα, το οποίο ανίχνευε τα αυγά των κροκόδειλων, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
ἰχνεύμων: ονος ὁ
1) ихневмон или «фараонова мышь» (хищное млекопитающее из семейства виверр, Herpestes ichneumon) Arst., Diod., Plut.;
2) ихневмон (разновидность ос, истребляющая пауков) Arst.