κυκλοσοβέω: Difference between revisions
From LSJ
ἡ δὲ γεωργία πέττει καὶ ἐνεργὸν ποιεῖ τὴν τροφήν → tillage brings to maturity and calls into action the nutritive properties of the soil
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κυκλοσοβέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[οδηγώ]] κυκλικά, [[περιστρέφω]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''κυκλοσοβέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[οδηγώ]] κυκλικά, [[περιστρέφω]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κυκλοσοβέω:''' вертеть, крутить ([[πόδα]] Arph. - v. l. ποδ᾽ ἐν [[κύκλῳ]] [[σοβέω]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:32, 31 December 2018
English (LSJ)
A whirl round, πόδα cj. in Ar.V.1523 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1527] im Kreise scheuchen, rings verscheuchen, Ar. Vesp. 1523, nach Dindorfs Conj. für πόδ' ἐν κύκλῳ σοβεῖτε.
Greek (Liddell-Scott)
κυκλοσοβέω: περιστρέφω, περιδινῶ, πόδα Ἀριστοφ. Σφ. 1523. ἐξ εἰκασ. Δινδ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
mouvoir en rond.
Étymologie: κύκλος, σοβέω.
Greek Monotonic
κυκλοσοβέω: μέλ. -ήσω, οδηγώ κυκλικά, περιστρέφω, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κυκλοσοβέω: вертеть, крутить (πόδα Arph. - v. l. ποδ᾽ ἐν κύκλῳ σοβέω).