μηδέπω: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μηδέπω:''' επίρρ., [[μήτε]] [[μέχρι]] [[τώρα]], όχι ως [[τώρα]], σε Αισχύλ. κ.λπ.
|lsmtext='''μηδέπω:''' επίρρ., [[μήτε]] [[μέχρι]] [[τώρα]], όχι ως [[τώρα]], σε Αισχύλ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''μηδέπω:''' adv., тж. раздельно (все) еще не: μ. μεσοῦν [[κακόν]] Aesch. это еще (даже) не половина несчастья.
}}
}}

Revision as of 08:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηδέπω Medium diacritics: μηδέπω Low diacritics: μηδέπω Capitals: ΜΗΔΕΠΩ
Transliteration A: mēdépō Transliteration B: mēdepō Transliteration C: midepo Beta Code: mhde/pw

English (LSJ)

Adv.

   A nor as yet, not as yet, Id.Pr.741, Pers.435, etc.

German (Pape)

[Seite 170] und noch nicht, auch noch nicht, noch nicht einmal; εὖ νῦν τόδ' ἴσθι μηδέπω μεσοῦν κακόν, Aesch. Pers. 427, vgl. Prom. 742; Xen. Cyr. 1, 3, 8.

Greek (Liddell-Scott)

μηδέπω: ἐπίρρ., ὄχι ἀκόμη, εἶναι δόκει σοι μηδέπω ’ν προοιμίοις, μηδὲ εἰς τὰ προοίμια ἀκόμη, Αἰσχύλ. Πρ. 741, Πέρσ. 435. κτλ.

French (Bailly abrégé)

adv.
pas encore, pas une fois.
Étymologie: μηδέ, πώ.

English (Strong)

from μηδέ and -πω; not even yet: not yet.

Greek Monolingual

μηδέπω (Α)
επιρρ.) (εντονότερο του μήπω) όχι ακόμηἴσθι μηδέπω μεσοῡν κακόν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδέ + μόριο πω «ακόμη, ποτέ»].

Greek Monotonic

μηδέπω: επίρρ., μήτε μέχρι τώρα, όχι ως τώρα, σε Αισχύλ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

μηδέπω: adv., тж. раздельно (все) еще не: μ. μεσοῦν κακόν Aesch. это еще (даже) не половина несчастья.