πορνίδιον: Difference between revisions

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πορνίδιον:''' τό, υποκορ. του [[πόρνη]], σε Αριστοφ. κ.λπ.
|lsmtext='''πορνίδιον:''' τό, υποκορ. του [[πόρνη]], σε Αριστοφ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''πορνίδιον:''' (νῑ!) τό Arph. demin. к [[πόρνη]].
}}
}}

Revision as of 02:36, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορνίδιον Medium diacritics: πορνίδιον Low diacritics: πορνίδιον Capitals: ΠΟΡΝΙΔΙΟΝ
Transliteration A: pornídion Transliteration B: pornidion Transliteration C: pornidion Beta Code: porni/dion

English (LSJ)

τό, Dim. of foreg., Ar.(v. infr.), etc. [πορνῐδῐον, Ar.Nu.997, Men. Pk.150, Com.Adesp.120, but -ῑδῐον (Dim. of Πορνίον), Ar.Ra. 1301.]

German (Pape)

[Seite 684] τό, dim. von πόρνη, kleine Hure; Ar. Nubb. 984 Ran. 1297, in welcher letzteren Stelle die zweite Sylbe lang gebraucht ist, s. Dawes misc. p. 213; auch in sp. Prosa, wie Luc. Tim. 23.

Greek (Liddell-Scott)

πορνίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ πόρνη, Ἀριστοφ., κλπ. [πορνῐδῐον, Ἀριστοφ. Νεφ. 997, Κωμ. Ἀνώνυμ. 6· ἐν Βατρ. 1031, πορνῑδιον· ἀλλὰ τὸ χωρίον τοῦτο πιθανῶς εἶναι ἐφθαρμένον, ἐκτὸς ἂν ὑπολάβωμεν μεσάζοντα τύπον, πορνίον, ἴδε Dawes Misc. σ. 213.]

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petite catin.
Étymologie: πόρνη.

Greek Monotonic

πορνίδιον: τό, υποκορ. του πόρνη, σε Αριστοφ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

πορνίδιον: (νῑ!) τό Arph. demin. к πόρνη.