ἀραγμός: Difference between revisions

From LSJ

κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue

Source
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀραγμός:''' ὁ ([[ἀράσσω]]), [[χτύπος]], [[πάταγος]], [[θόρυβος]] που παράγεται από [[σύγκρουση]] αντικειμένων, [[τριγμός]], [[τρίξιμο]], σε Αισχύλ.· <i>ἀραγμὸς πετρῶν</i>, [[πάταγος]] που προέρχεται από [[κατολίσθηση]] βράχων, σε Ευρ.· στέρνων [[ἀραγμός]], χτυπήματα στήθους, στηθοκόπημα κατά τις θρηνωδίες, Λατ. [[planctus]], σε Σοφ.
|lsmtext='''ἀραγμός:''' ὁ ([[ἀράσσω]]), [[χτύπος]], [[πάταγος]], [[θόρυβος]] που παράγεται από [[σύγκρουση]] αντικειμένων, [[τριγμός]], [[τρίξιμο]], σε Αισχύλ.· <i>ἀραγμὸς πετρῶν</i>, [[πάταγος]] που προέρχεται από [[κατολίσθηση]] βράχων, σε Ευρ.· στέρνων [[ἀραγμός]], χτυπήματα στήθους, στηθοκόπημα κατά τις θρηνωδίες, Λατ. [[planctus]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀραγμός:''' ὁ<b class="num">1)</b> бряцание (δεσμῶν ἱππικῶν Eur.);<br /><b class="num">2)</b> шум, скрипение (ἐν πύλαις Aesch.; τῆς θύρας Plut.);<br /><b class="num">3)</b> грохот, стук (πετρῶν Eur.): στερνῶν ἀραγμοί Soph. удары в грудь.
}}
}}

Revision as of 17:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀραγμός Medium diacritics: ἀραγμός Low diacritics: αραγμός Capitals: ΑΡΑΓΜΟΣ
Transliteration A: aragmós Transliteration B: aragmos Transliteration C: aragmos Beta Code: a)ragmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A clashing, clattering, rattling, A. Th.249; ἀ. πετρῶν crashing shower of stones, E.Ph.1143; στέρνων ἀ. beating of the breast in grief, S.OC1609; ἀ. χεροῖν Lyc.940.—Rare in Prose, Hellanic.167(c)J.

German (Pape)

[Seite 343] ὁ, das Zusammenschlagen, -rasseln, δεσμῶν ἱππικῶν Eur. Rhes. 569; vgl. Aesch. Spt. 231; στέρνων, das Schlagen der Brüste als Zeichen der Trauer, Soph. O. C. 1605; πετρῶν, Steinwurf, Eur. Phoen. 1143.

Greek (Liddell-Scott)

ἀραγμός: ὁ, κτύποςκρότος ἐκ συγκρούσεως, πάταγος, τριγμός, ἀραγμὸς δ’ ἐν πύλαις ὀφέλλεται Αἰσχύλ. Θήβ. 249· ἐμαρνάμεσθα δ’ ἑκηβόλοις πετρῶν τ’ ἀραγμοῖς Εὐρ. Φοίν. 1145· οὐδ’ ἀνίεσαν στέρνων ἀραγμούς, κτυπήματα τοῦ στήθους, Λατ. planctus, Σοφ. Ο. Κ. 1609.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
choc bruyant.
Étymologie: ἀράσσω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ

• Prosodia: [ἀ-]
1 chirrido, ruido producido por un roce o choque ἀ. δ' ἐν πύλαις ὀφέλλεται A.Th.249, πετρῶν E.Ph.1143, δεσμῶν ἀ. ἱππικῶν E.Rh.569, κοσσάβων E.Fr.631, τῆς θύρας ἀ. Plu.2.594e.
2 acción de golpearse στέρνων S.OC 1609
acción de entrechocar o batir χεροῖν Lyc.940.

Greek Monolingual

ἀραγμός, ο (Α) αράσσω
1. χτύπος από σύγκρουση, κρότος, πάταγος
2. τριγμός, τράνταγμα.

Greek Monotonic

ἀραγμός: ὁ (ἀράσσω), χτύπος, πάταγος, θόρυβος που παράγεται από σύγκρουση αντικειμένων, τριγμός, τρίξιμο, σε Αισχύλ.· ἀραγμὸς πετρῶν, πάταγος που προέρχεται από κατολίσθηση βράχων, σε Ευρ.· στέρνων ἀραγμός, χτυπήματα στήθους, στηθοκόπημα κατά τις θρηνωδίες, Λατ. planctus, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀραγμός:1) бряцание (δεσμῶν ἱππικῶν Eur.);
2) шум, скрипение (ἐν πύλαις Aesch.; τῆς θύρας Plut.);
3) грохот, стук (πετρῶν Eur.): στερνῶν ἀραγμοί Soph. удары в грудь.