τολμητός: Difference between revisions

From LSJ

πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τολμητός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[τολμάω]], αυτός που μπορεί [[κάποιος]] να τον τολμήσει· <i>ἔστ'ἐκείνῳ πάντα τολμητά</i>, όλα τα πράγματα είναι μέσα στα όρια της τόλμης του, σε Σοφ.· <i>ἐλπὶς τολμητή</i>, σε Ευρ.
|lsmtext='''τολμητός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[τολμάω]], αυτός που μπορεί [[κάποιος]] να τον τολμήσει· <i>ἔστ'ἐκείνῳ πάντα τολμητά</i>, όλα τα πράγματα είναι μέσα στα όρια της τόλμης του, σε Σοφ.· <i>ἐλπὶς τολμητή</i>, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''τολμητός:''' дор. [[τολματός|τολμᾱτός]] 3 и 2 [adj. verb. к [[τολμάω]] отважно предпринимаемый (предпринятый): ἐλπὶς [[τολμητός]] Eur. надежда, состоящая в отваге; ἐκείνῳ πάντα τολμητά ἐστιν Soph. он способен (отважиться) на все.
}}
}}

Revision as of 08:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τολμητός Medium diacritics: τολμητός Low diacritics: τολμητός Capitals: ΤΟΛΜΗΤΟΣ
Transliteration A: tolmētós Transliteration B: tolmētos Transliteration C: tolmitos Beta Code: tolmhto/s

English (LSJ)

ή, όν, also ός, όν E.Hel. 816:—

   A ventured, to be ventured, πὰν τόλμᾱτον Sapph.2.17; ἔστ' ἐκείνῳ πάντα . . τολμητά within the compass of his daring, S.Ph.634, cf. Cratin.324b; ἐλπὶς τ. E. l. c.

German (Pape)

[Seite 1126] adj. verb. von τολμάω, gewagt, erfrecht, zu wagen; Sappho; ἀλλ' ἔστ' ἐκείνῳ πάντα λεκτά, πάντα δὲ τολμητά, Soph. Phil. 630; Eur. Hel. 822.

Greek (Liddell-Scott)

τολμητός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ τολμάω, ὃν δύναταί τις νὰ τολμήσῃ, πᾶν τολμᾱτὸν Σαπφὼ 2. 17 (ἀμφίβ.)· ἔστ’ ἐκείνῳ πάντα λεκτά, πάντα τολμητὰ Σοφ. Φιλ. 634· οὕτως, ἐλπὶς τ. Εὐρ. Ἑλ. 816.

French (Bailly abrégé)

ή ou poét. ός, όν :
qu’on peut ou qu’il faut oser.
Étymologie: adj. verb. de τολμάω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, θηλ. και τολμητός, Α τολμῶ
τολμηρός.

Greek Monotonic

τολμητός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του τολμάω, αυτός που μπορεί κάποιος να τον τολμήσει· ἔστ'ἐκείνῳ πάντα τολμητά, όλα τα πράγματα είναι μέσα στα όρια της τόλμης του, σε Σοφ.· ἐλπὶς τολμητή, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

τολμητός: дор. τολμᾱτός 3 и 2 [adj. verb. к τολμάω отважно предпринимаемый (предпринятый): ἐλπὶς τολμητός Eur. надежда, состоящая в отваге; ἐκείνῳ πάντα τολμητά ἐστιν Soph. он способен (отважиться) на все.