προσδανείζω: Difference between revisions

From LSJ

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσδᾰνείζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[δανείζω]] [[επιπλέον]] — Μέσ., δανείζομαι, δηλ. δανείζομαι [[επιπλέον]], σε Ξεν.
|lsmtext='''προσδᾰνείζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[δανείζω]] [[επιπλέον]] — Μέσ., δανείζομαι, δηλ. δανείζομαι [[επιπλέον]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''προσδᾰνείζω:''' давать сверх того взаймы, ссужать, med. брать еще взаймы, занимать Xen.: προσδεδανεῖσθαί τινι [[ἄλλοθεν]] Lys. занять для кого-л. у других.
}}
}}

Revision as of 02:56, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσδᾰνείζω Medium diacritics: προσδανείζω Low diacritics: προσδανείζω Capitals: ΠΡΟΣΔΑΝΕΙΖΩ
Transliteration A: prosdaneízō Transliteration B: prosdaneizō Transliteration C: prosdaneizo Beta Code: prosdanei/zw

English (LSJ)

   A lend besides, PFlor.81.1 (ii A.D.):—Med., borrow besides, X.An.7.5.5, Lys.19.55; προσδεδανεῖσθαι τοῖς ξένοις that he had also borrowed from his friends, ib.26.

German (Pape)

[Seite 754] noch dazu verleihen, ausleihen; med. noch dazu borgen, τί, Xen. An. 7, 5, 5; καὶ ἄλλοθεν προσδεδανεῖσθαι Lys. 19, 26; Sp., D. Sic.

Greek (Liddell-Scott)

προσδᾰνείζω: δανείζω προσέτι. ― Μέσ., δανείζομαι προσέτι, λαμβάνω δάνεια, Ξεν. Ἀν. 7. 5, 5, Λυσί. 157. 1· οὕτως ἐν τῷ παθ. πρκμ. προσδεδανεῖσθαι τοῖς ξένοις, ἐκ τῶν ξένων, ὁ αὐτ. 154. 19.

French (Bailly abrégé)

prêter en outre à, τινι;
Moy. προσδανείζομαι emprunter en outre.
Étymologie: πρός, δανείζω.

Greek Monolingual

ΜΑ
δανείζω κάποιον επί πλέον («ἀλλὰ καὶ ἕτερα προσδανεισάμενος κατέφαγε», Μηναί.).

Greek Monotonic

προσδᾰνείζω: μέλ. -σω, δανείζω επιπλέον — Μέσ., δανείζομαι, δηλ. δανείζομαι επιπλέον, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

προσδᾰνείζω: давать сверх того взаймы, ссужать, med. брать еще взаймы, занимать Xen.: προσδεδανεῖσθαί τινι ἄλλοθεν Lys. занять для кого-л. у других.