ἐπινωμάω: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπινωμάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[φέρνω]] ή [[προσφεύγω]], [[κατευθύνω]] τα βήματά μου, [[πλησιάζω]], σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[διανέμω]], [[διαμοιράζω]], σε Αισχύλ., Σοφ.
|lsmtext='''ἐπινωμάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[φέρνω]] ή [[προσφεύγω]], [[κατευθύνω]] τα βήματά μου, [[πλησιάζω]], σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[διανέμω]], [[διαμοιράζω]], σε Αισχύλ., Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπινωμάω:''' <b class="num">1)</b> распределять, раздавать, давать в удел (τὰ [[λάχη]] κατ᾽ ἀνθρώπους, κλήρους Aesch.): ἄλλα ἐπ᾽ ἄλλοις ἐπενώμα [[Ἄρης]] Soph. каждому (из «семерых против Фив») Арей уготовил особый удел;<br /><b class="num">2)</b> обводить: ὀμμάτων αὐγαῖς ἐ. τι Eur. озирать что-л.;<br /><b class="num">3)</b> приводить, находить (παιῶνά τινα κακῶν τινι Soph.).
}}
}}

Revision as of 20:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπινωμάω Medium diacritics: ἐπινωμάω Low diacritics: επινωμάω Capitals: ΕΠΙΝΩΜΑΩ
Transliteration A: epinōmáō Transliteration B: epinōmaō Transliteration C: epinomao Beta Code: e)pinwma/w

English (LSJ)

   A bring or apply to, παιῶνα κακῶν τινί S.Ph.168 (anap.); σώματα . . ὄμματος αὐγαῖς ἐπενώμας didst survey . ., E.Ph.1564 (anap.).    II. distribute, apportion, λάχη τὰ κατ' ἀνθρώπους A.Eu. 311 (anap.); κλήρους Id.Th.727 (lyr.), cf.S.Ant.139 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 966] zutheilen, ξένος δὲ κλήρους ἐπινωμᾷ χάλυβος Σκυθῶν ἄποικος Aesch. Spt. 709, vgl. Eum. 301; ἄλλα δ' ἐπ' ἄλλοις ἐπενώμα μέγας Ἄρης Soph. Ant. 139; εἰ τάδε σώματα νεκρῶν ὄμματος αὐγαῖς σαῖς ἐπενώμας, wenn du sie durchmusterst, betrachtest, Eur. Phoen. 1564; vgl. ἐπινέμω. – Bei Soph. Phil. 168 οὐδέ τιν' αὑτῷ παιῶνα κακῶν ἐπινωμᾶν erkl. der Schol. ἐξευρίσκειν, ersinnen, herzubringen; Andere erkl. es intrans., hinzukommen, nahen, u. schreiben αὐτῷ.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπινωμάω: μέλλ. -ήσω, κατευθύνω τὰ βήματά μου πρός τινα, πλησιάζω πρὸς αὐτόν, οὐδέ τιν’ αὐτῷ παιῶνα κακῶν ἐπινωμᾶν Σοφ. Φ. 168· παρατηρῶ, προσβλέπω τι, σώματα... ὀμμάτων αὐγαῖς ἐπενώμας Εὐρ. Φοίν. 1564. ΙΙ. διανέμω, διαμοιράζω, λάχη τὰ κατ’ ἀνθρώπους Αἰσχύλ. Εὐμ. 311· κλήρους ὁ αὐτ. Θήβ. 729, πρβλ. Ἀγ. 781, Σοφ. Ἀντ. 139.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 tr. distribuer, partager, répartir;
2 intr. s’approcher de, τινι.
Étymologie: ἐπί, νωμάω.

Greek Monotonic

ἐπινωμάω: μέλ. -ήσω,
I. φέρνω ή προσφεύγω, κατευθύνω τα βήματά μου, πλησιάζω, σε Σοφ., Ευρ.
II. διανέμω, διαμοιράζω, σε Αισχύλ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπινωμάω: 1) распределять, раздавать, давать в удел (τὰ λάχη κατ᾽ ἀνθρώπους, κλήρους Aesch.): ἄλλα ἐπ᾽ ἄλλοις ἐπενώμα Ἄρης Soph. каждому (из «семерых против Фив») Арей уготовил особый удел;
2) обводить: ὀμμάτων αὐγαῖς ἐ. τι Eur. озирать что-л.;
3) приводить, находить (παιῶνά τινα κακῶν τινι Soph.).