χρησμοποιός: Difference between revisions
From LSJ
καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλον ἢ νικᾶν κακῶς → I would prefer to fail with honor than to win by evil | I prefer to fail by acting rightly rather than win by acting wrongly | Better fail by doing right, than win by doing wrong (Sophocles, Philoctetes 95)
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χρησμοποιός:''' -όν ([[ποιέω]]), αυτός που μετατρέπει τους χρησμούς σε έμμετρο λόγο (στίχους), σε Λουκ. | |lsmtext='''χρησμοποιός:''' -όν ([[ποιέω]]), αυτός που μετατρέπει τους χρησμούς σε έμμετρο λόγο (στίχους), σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χρησμοποιός:''' ὁ перелагатель оракулов в стихи (χρησμοποιοὶ καὶ χρησμοφύλακες Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:36, 31 December 2018
English (LSJ)
όν,
A making oracles in verse, Luc.Alex. 23.
German (Pape)
[Seite 1375] Orakel in Verse fassend, Luc. Alex. 23.
Greek (Liddell-Scott)
χρησμοποιός: -όν, ὁ στιχουργῶν χρησμούς, Λουκ. Ἀλέξ. 23.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui compose des oracles (en vers).
Étymologie: χρησμός, ποιέω.
Greek Monolingual
-όν, ΜΑ
αυτός που γράφει χρησμούς σε στίχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός + -ποιός].
Greek Monotonic
χρησμοποιός: -όν (ποιέω), αυτός που μετατρέπει τους χρησμούς σε έμμετρο λόγο (στίχους), σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
χρησμοποιός: ὁ перелагатель оракулов в стихи (χρησμοποιοὶ καὶ χρησμοφύλακες Luc.).