ἄσφυκτος: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄσφυκτος:''' -ον ([[σφύζω]]), αυτός που δεν έχει σφυγμό, αυτός που δεν έχει [[ζωή]], [[λιπόθυμος]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ἄσφυκτος:''' -ον ([[σφύζω]]), αυτός που δεν έχει σφυγμό, αυτός που δεν έχει [[ζωή]], [[λιπόθυμος]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄσφυκτος:''' <b class="num">1)</b> спокойный ([[ἤπιος]] καὶ ἄ. Plut.);<br /><b class="num">2)</b> упокоившийся, бездыханный (ἄ. καὶ [[χλωρός]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, (σφύζω)
A without pulsation, lifeless, Gal.2.647, AP11.211 (Lucill.): metaph. of the mind, without impulse, calm, Plu.2.446d; moderate, ἂν ἰάσιμον ᾖ τὸ χεῖρον καὶ ἄ. ib. 500c. II Act., causing no violent pulsation, ib.132e.
German (Pape)
[Seite 382] 1) ohne Pulsschlag, Medic.; übertr. ohne Wallung, Plut. virt. mor. 7. – 2) keine Wallungen im Blutebewirkend, Plut. san. tu. 397.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. 1 dont le pouls est insensible ; fig. sans force, languissant;
2 en b. part sans battement violent, calme;
II. qui ne cause aucune pulsation violente.
Étymologie: ἀ, σφύζω.
Spanish (DGE)
-ον
1 carente de pulso τὸ σῶμα Heraclid.Pont.77, ἄ. καὶ χλωρὸς ὁ θούριος AP 11.211 (Lucill.), τὸ κατώτερον (τῆς ἀρτηρίας) Gal.2.647
•fig. que carece de impulso violento, falto de intensidad τῆς ... σώφρονος ψυχῆς τὸ ... ὁμαλὲς ... ἄσφυκτον Plu.2.446d, cf. 500c.
2 que no acelera el pulso ἤπιος γὰρ ἡ τοῦ ὕδατος ὑγρότης καὶ ἄ. Plu.2.132d.
Greek Monolingual
ἄσφυκτος, -ον (Α) σφύζω
1. αυτός που δεν έχει σφυγμό
2. ο δίχως σθένος
3. (για την ψυχή) ο ήρεμος, ο συγκρατημένος
4. αυτός που δεν προκαλεί γρήγορο ἡ δυνατό σφυγμό.
Greek Monotonic
ἄσφυκτος: -ον (σφύζω), αυτός που δεν έχει σφυγμό, αυτός που δεν έχει ζωή, λιπόθυμος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἄσφυκτος: 1) спокойный (ἤπιος καὶ ἄ. Plut.);
2) упокоившийся, бездыханный (ἄ. καὶ χλωρός Anth.).