παραθαρσύνω: Difference between revisions
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
(5) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παραθαρσύνω:''' [ῡ], Αττ. -[[θαρρύνω]], [[ενθαρρύνω]], [[δίνω]] [[θάρρος]], [[εγκαρδιώνω]], σε Θουκ., Ξεν. | |lsmtext='''παραθαρσύνω:''' [ῡ], Αττ. -[[θαρρύνω]], [[ενθαρρύνω]], [[δίνω]] [[θάρρος]], [[εγκαρδιώνω]], σε Θουκ., Ξεν. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[attic]] -[[θαρρύνω]]<br />to [[embolden]], [[cheer]] on, [[encourage]], Thuc., Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:10, 10 January 2019
English (LSJ)
Att. παραθαρρύνω, fut.
A -ῠνῶ Plu.Alc.26:—embolden, encourage, Th.4.115, 8.77, X.An.3.1.39, etc.; παραμυθεῖσθαι καὶ π. Pl.Criti.108c: c. acc. pers. et inf., Plu. l.c.
German (Pape)
[Seite 478] neuatt. -θαῤῥύνω, ermuthigen, ermuntern, Thuc. 4, 115; τινά, Plat. Rep. V, 450 c; Xen. An. 3, 1, 39 u. öfter, u. Folgde, wie Plut. Fab. 14.
Greek (Liddell-Scott)
παραθαρσύνω: Ἀττ. -θαρρύνω, ἐμποιῶ θάρρος εἴς τινα, ἐγκαρδιώνω, Θουκ. 4. 115., 8. 77, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 39, κτλ.· παραμυθεῖσθαι καὶ π. Πλάτ. Κριτί. 108C· μετ’ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρ., Πλουτ. Ἀλκ. 26. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 63.
French (Bailly abrégé)
anc. att. c. παραθαρρύνω.
Étymologie: παρά, θαρσύνω.
Greek Monolingual
και παραθαρρύνω Α
ενθαρρύνω, εγκαρδιώνω, εμψυχώνω («ἤν... τοὺς ἄλλους στρατιώτας συλλέγητε καὶ παραθαρρύνητε», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + θαρσύνω «ενθαρρύνω» (< θάρσος)].
Greek Monotonic
παραθαρσύνω: [ῡ], Αττ. -θαρρύνω, ενθαρρύνω, δίνω θάρρος, εγκαρδιώνω, σε Θουκ., Ξεν.