ἄπλευστος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄπλευστος:''' -ον ([[πλέω]]), αυτός που δεν είναι [[πλωτός]], δεν είναι δυνατόν να τον διαπλεύσει [[κάποιος]], ή αυτός που δεν έχει διαπλευσθεί· τὸ [[ἄπλευστον]], το [[μέρος]] της θάλασσας που δεν έχει διαπλευθεί [[ακόμη]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἄπλευστος:''' -ον ([[πλέω]]), αυτός που δεν είναι [[πλωτός]], δεν είναι δυνατόν να τον διαπλεύσει [[κάποιος]], ή αυτός που δεν έχει διαπλευσθεί· τὸ [[ἄπλευστον]], το [[μέρος]] της θάλασσας που δεν έχει διαπλευθεί [[ακόμη]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄπλευστος:''' не пройденный кораблем (sc. [[πέλαγος]] Xen.).
}}
}}

Revision as of 16:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄπλευστος Medium diacritics: ἄπλευστος Low diacritics: άπλευστος Capitals: ΑΠΛΕΥΣΤΟΣ
Transliteration A: ápleustos Transliteration B: apleustos Transliteration C: aplefstos Beta Code: a)/pleustos

English (LSJ)

ον,

   A not navigated: τὸ ἄ. part of the sea not yet navigated, X.Cyr.6.1.16.

German (Pape)

[Seite 292] noch nicht von Schiffen befahren, Ggstz πεπλευσμένον Xen. Cyr. 5, 1, 16.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
où l’on n’a pas encore navigué.
Étymologie: ἀ, πλέω.

Spanish (DGE)

-ον
nunca navegado τὸ ἄ. el mar nunca navegado X.Cyr.6.1.16.

Greek Monolingual

ἄπλευστος, -ον (Α)
εκείνος στον οποίο δεν μπορεί να πλεύσει κανείς.

Greek Monotonic

ἄπλευστος: -ον (πλέω), αυτός που δεν είναι πλωτός, δεν είναι δυνατόν να τον διαπλεύσει κάποιος, ή αυτός που δεν έχει διαπλευσθεί· τὸ ἄπλευστον, το μέρος της θάλασσας που δεν έχει διαπλευθεί ακόμη, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἄπλευστος: не пройденный кораблем (sc. πέλαγος Xen.).