ἀνυπέρβλητος: Difference between revisions

From LSJ

σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility

Source
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνυπέρβλητος:''' -ον ([[ὑπερβάλλω]]), αυτός που δεν έχει υπερβληθεί ή υπερνικηθεί, σε Ξεν. κ.λπ.· επίρρ. <i>-τως</i>, σε Αριστ.
|lsmtext='''ἀνυπέρβλητος:''' -ον ([[ὑπερβάλλω]]), αυτός που δεν έχει υπερβληθεί ή υπερνικηθεί, σε Ξεν. κ.λπ.· επίρρ. <i>-τως</i>, σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνυπέρβλητος:''' <b class="num">1)</b> не могущий быть превзойденным, несравненный ([[φιλία]] Xen.; [[ἀρετή]] Isocr.);<br /><b class="num">2)</b> безмерный, беспредельный (τὸ [[βάθος]] Arst.; [[φιλοτιμία]] Dem.; [[γῆθος]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> сильнейший (χειμῶνες Arst.);<br /><b class="num">4)</b> неодолимый ([[δύναμις]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 16:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνυπέρβλητος Medium diacritics: ἀνυπέρβλητος Low diacritics: ανυπέρβλητος Capitals: ΑΝΥΠΕΡΒΛΗΤΟΣ
Transliteration A: anypérblētos Transliteration B: anyperblētos Transliteration C: anypervlitos Beta Code: a)nupe/rblhtos

English (LSJ)

ον,

   A not to be surpassed or outdone, φιλία X.Cyr.8.7.15; ἀρετή Isoc.4.71; φιλοτιμία D.2.18; εὔνοια Lycurg.101; ἄνθρωπος ἀ. εἰς πονηρίαν Antiph.168.5; τάχη Epicur.Ep.1p.10U. Adv. -τως Arist. Rh.1370b31, Pyth.Sim.144.    2 persistent, obstinate, of disease, Gal.13.61.

German (Pape)

[Seite 266] unübertrefflich. unüberwindlich, φιλία Xen. Cyr. 8, 7, 15; ἀρετή Isocr. 4, 71; φιλοτιμία Dem. 2, 18; εἰς πονηρίαν Antiphan. Ath. III, 108 e; οὖρος ib. XII, 543 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνυπέρβλητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ὑπερβάλῃ, δηλ. νὰ ὑπερβῇ ἢ νὰ ὑπερνικήσῃ, οὕτως ἀεὶ ἀνυπέρβλητος ἔσται ἡ ὑμετέρα φιλία Ξεν. Κύρ. 8. 7, 15, Δημ. 23. 11, Λυκοῦργ. 161. 37· ἄνθρωπος ἀνυπέρβλητος εἰς πονηρίαν Ἀντιφ. ἐν «Νεοττίδι» 1. 5. - Ἐπίρρ. -τως Ἀριστ. Ρητ. 1. 11, 13.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on ne peut surpasser.
Étymologie: ἀ, ὑπερβάλλω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1imposible de superar, insuperable de pers. ἄνθρωπος ἀ. εἰς πονηρίαν Antiph.168.5, ἀ. τὴν δύναμιν I.AI 11.44
de abstr. φύσις Hp.Acut.(Sp.) 48, Isoc.9.59, δύναμις Pl.Def.412b, φιλία X.Cyr.8.7.15, ἀρετή Isoc.4.71, φιλοτιμία D.2.18, D.S.13.56, εὔνοια Lycurg.101, πληγή Men.Sam.215, τάχη Epicur.Ep.[2] 47, ἀπειρία Plb.16.18.3, ὑπεροχὴ ... τῆς ... δυναστείας ἀ. Plb.1.2.7, γῆθος Plu.2.1091b, θρησκεία I.BI 2.198, τελειότης 1Ep.Clem.53.5, μέγεθος ἀρετᾶς Diotog.2, δόξα PMag.4.1201
subst. τὸ τῆς πίστεως ἀ. la imposibilidad de vencer a la fe Hippol.Dan.2.24.4.
2 persistente ἐπισταγμοί Gal.13.61.
II adv. -ως de manera insuperable ἀ. ὀργίζεσθαι Pythag.Sim.144, λυπεῖσθαι ἀ. Arist.Rh.1370b31, τελείως καὶ ἀ. γίνεται υἱὸς Θεοῦ Origenes Io.20.34 (p.372).

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνυπέρβλητος, -ον)
1. αξεπέραστος
2
απαράμιλλος, ακατανίκητος.

Greek Monotonic

ἀνυπέρβλητος: -ον (ὑπερβάλλω), αυτός που δεν έχει υπερβληθεί ή υπερνικηθεί, σε Ξεν. κ.λπ.· επίρρ. -τως, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνυπέρβλητος: 1) не могущий быть превзойденным, несравненный (φιλία Xen.; ἀρετή Isocr.);
2) безмерный, беспредельный (τὸ βάθος Arst.; φιλοτιμία Dem.; γῆθος Plut.);
3) сильнейший (χειμῶνες Arst.);
4) неодолимый (δύναμις Plut.).