ἀποκαυλίζω: Difference between revisions

From LSJ

Καὶ μὴν ὑπεραποθνῄσκειν γε μόνοι ἐθέλουσιν οἱ ἐρῶντες, οὐ μόνον ὅτι ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ αἱ γυναῖκες. → After all, it is only those in love who are actually willing to die for another — not just men, but women as well. (Plato, Symposium 179b)

Source
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποκαυλίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ῐῶ</i> ([[καυλός]]), [[αποκόπτω]] το [[στέλεχος]], τον κορμό, το [[κλαδί]] ή το [[κοτσάνι]]· [[σμικρύνω]] αποκόπτοντας, σε Ευρ., Θουκ.
|lsmtext='''ἀποκαυλίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ῐῶ</i> ([[καυλός]]), [[αποκόπτω]] το [[στέλεχος]], τον κορμό, το [[κλαδί]] ή το [[κοτσάνι]]· [[σμικρύνω]] αποκόπτοντας, σε Ευρ., Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποκαυλίζω:''' отламывать, отбивать, сносить (τραχήλους ξύλῳ Eur.; τὸ προέχον τῆς ἐμβολῆς Thuc.).
}}
}}

Revision as of 16:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκαυλίζω Medium diacritics: ἀποκαυλίζω Low diacritics: αποκαυλίζω Capitals: ΑΠΟΚΑΥΛΙΖΩ
Transliteration A: apokaulízō Transliteration B: apokaulizō Transliteration C: apokavlizo Beta Code: a)pokauli/zw

English (LSJ)

(καυλός)

   A break off by the stalk: hence, break short off, E.Supp.717, Th.2.76:—Pass., to be so broken, to be fractured across, Hp.Fract.45, Art.33.

German (Pape)

[Seite 306] eigtl. den Stengel abbrechen, ganzdurchbrechen, Hippocr. im pass.; abschlagen, Eur. Suppl. 117, nach Canter's Conj.; τὸ προέχον τῆς ἐμβολῆς Thuc. 2, 76.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκαυλίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, (καυλὸς) ἀποκόπτω τὸν καυλόν, τὸ στέλεχος, ἀποκόπτω, σμικρύνω, Εὐρ. Ἱκ. 717, Θουκ. 2. 76: - Παθ. θραύομαι, θραύομαι ἐν τῷ μέσῳ, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 778, περὶ Ἄρθρ. 799: - Ρηματ. ἐπίθ. -ιστέον, Ὀρειβάσ. (Mai). 18.

French (Bailly abrégé)

impf. ἀπεκαύλιζον;
briser la tige ; briser net ou complètement.
Étymologie: ἀπό, καυλός.

Spanish (DGE)

partir, romper κυνέας θερίζων κἀποκαυλίζων ξύλῳ E.Supp.717, τὸ προῦχον τῆς ἐμβολῆς Th.2.76, τὰ πλεονάζοντα Hierocl.p.15
medic. fracturar en v. pas. ἢν δὲ ἀποκαυλισθῇ παντάπασιν τὸ ὀστέον si la fractura del hueso es completa Hp.Art.33, cf. 14, 32, Fract.45, Gal.10.424
τὸ ἀποκεκαυλισμένον la fractura Hp.Art.33.

Greek Monolingual

ἀποκαυλίζω (Α) καυλός
1. αποκόπτω τον βλαστό, το στέλεχος φυτού
2. κόβω κάτι που προεξέχει
3. τσακίζω, θρυμματίζω.

Greek Monotonic

ἀποκαυλίζω: Αττ. μέλ. -ῐῶ (καυλός), αποκόπτω το στέλεχος, τον κορμό, το κλαδί ή το κοτσάνι· σμικρύνω αποκόπτοντας, σε Ευρ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποκαυλίζω: отламывать, отбивать, сносить (τραχήλους ξύλῳ Eur.; τὸ προέχον τῆς ἐμβολῆς Thuc.).